Τι σημαίνει το college στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης college στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του college στο Αγγλικά.

Η λέξη college στο Αγγλικά σημαίνει πανεπιστήμιο, κολέγιο, γυμνάσιο, πανεπιστήμιο, σχολή, σχολή, σύλλογος, ιδιωτικό σχολείο, αίτηση σε πανεπιστήμιο, αίτηση για το πανεπιστήμιο, φοιτητής, νεαρός απόφοιτος πανεπιστημίου, πτυχίο, κολεγιακό ποδόσφαιρο, πανεπιστημιακό ποδόσφαιρο, φοιτήτρια, νεαρή απόφοιτη πανεπιστημίου, απόφοιτος κολεγίου, πτυχιούχος, απόφοιτος, διπλωματούχος, φοιτητής, φοιτήτρια, αρχιτεκτονική σχολή, πολυτεχνείο, σχολή καλών τεχνών, μουσικό πανεπιστήμιο, φοιτητής, δίδακτρα πανεπιστημίου, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σχετικός με σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κολλέγιο, σώμα εκλεκτόρων, Eton, κολλέγιο Eton, σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χαμηλότερου επιπέδου από το πανεπιστήμιο, Ανώτερη Ναυτική Σχολή, σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά ηλικίας 16-19 ετών, τεχνικό κολλέγιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης college

πανεπιστήμιο

noun (mainly US (higher education establishment) (μόνο ανώτατη εκπαίδευση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Did you go to college or start working after high school?
Μετά το λύκειο έπιασες αμέσως δουλειά ή πήγες για σπουδές;

κολέγιο

noun (UK (further education establishment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I went to college to do my A levels.

γυμνάσιο

noun (UK (secondary school)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When she's 11, my daughter will start at our local college.
Όταν γίνει 11 χρονών, η κόρη μου θα ξεκινήσει να φοιτά στο γυμνάσιο της περιοχής.

πανεπιστήμιο

noun (small university) (δημόσιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She went to the local college and got a degree in psychology.
Πήρε πτυχίο ψυχολογίας από ένα τοπικό κολέγιο.

σχολή

noun (UK (university division) (αυτόνομη μονάδα πανεπιστημίου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's been accepted to read Modern Languages at one of the Cambridge colleges.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το Κολέγιο Τρίνιτι υπάγεται στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.

σχολή

noun (faculty and students) (πανεπιστημιακή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The whole college protested when tuition fees went up.

σύλλογος

noun (association)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The college of architects holds an annual meeting.

ιδιωτικό σχολείο

noun (UK (public school)

He was sent to an expensive college at the age of 13.

αίτηση σε πανεπιστήμιο, αίτηση για το πανεπιστήμιο

noun (to get into a college)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My daughter was busy all weekend filling out college applications.

φοιτητής

noun (US (male student at a college)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Let's walk across campus and try to find a cute college boy.

νεαρός απόφοιτος πανεπιστημίου

noun (US (young college-educated man)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The college boy thinks he'll be running the company in six months.

πτυχίο

noun (US (qualification: graduate degree)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It is hard to get a teaching job without a college degree.

κολεγιακό ποδόσφαιρο, πανεπιστημιακό ποδόσφαιρο

noun (US (played in college) (αμερικάνικο ποδόσφαιρο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In some regions, college football is more popular than the professional league.

φοιτήτρια

noun (US (student: female)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Today she's 40 and she still looks like a college girl.

νεαρή απόφοιτη πανεπιστημίου

noun (US (woman: young, educated)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

απόφοιτος κολεγίου

noun (US, abbr, informal (college graduate) (ΗΠΑ, συντ., καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Her mother scrubbed floors so her daughter could be a college grad.

πτυχιούχος, απόφοιτος, διπλωματούχος

noun (US ([sb] with a college qualification)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φοιτητής, φοιτήτρια

noun (US, informal (university-age student)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Some college kids came as volunteers to clean up after the hurricane.

αρχιτεκτονική σχολή

noun (institution: teaches architecture)

Howard graduated from the college of architecture.

πολυτεχνείο

noun (school: teaches engineering)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Irene is studying at the college of engineering.

σχολή καλών τεχνών

noun (school: general subjects)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Keith is a lecturer at the college of liberal arts.

μουσικό πανεπιστήμιο

noun (school: teaches music)

Helen has a degree from the college of music.

φοιτητής

noun ([sb] studying at a college)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Henry is enjoying life as a college student.

δίδακτρα πανεπιστημίου

noun (US (fees paid for further education)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Every year, I have to borrow thirty-thousand dollars to pay my college tution.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (US, informal, abbreviation (filling college requirements)

σχετικός με σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

adjective (US (school: secondary)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κολλέγιο

noun (educational institution)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You can save thousands of dollars by taking courses at a community college before attending university.

σώμα εκλεκτόρων

noun (US (officials: vote for president)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the US we do not vote directly for the president, but instead for representatives to the electoral college.

Eton

noun (UK, abbreviation (Eton College) (κολλέγιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κολλέγιο Eton

noun (private school in England)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χαμηλότερου επιπέδου από το πανεπιστήμιο

noun (US (higher education)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
After Steve finished junior college, he went to the University of Iowa.

Ανώτερη Ναυτική Σχολή

noun (training institution for the navy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After university, he attended naval college to start his training to become a naval helicopter pilot.

σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για παιδιά ηλικίας 16-19 ετών

noun (UK, regional (secondary school: 16-19)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τεχνικό κολλέγιο

noun (school of further and vocational education)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
At sixteen I went to a technical college to learn some practical subjects to prepare me for work.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του college στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του college

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.