Τι σημαίνει το minor στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης minor στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του minor στο Αγγλικά.

Η λέξη minor στο Αγγλικά σημαίνει μικρότερος, μικρός, μικρός, ελαφρύς, ασήμαντος, μικρότερος, μικρός, ελάσσονα, ανήλικος, ανήλικος, ανήλικος, ανήλικος, ελάσσων, ελάσσονα, δευτερεύον αντικείμενο σπουδών, μικρότερες κατηγορίες, μικρολεπτομέρεια, παίρνω ως δευτερεύουσα εξειδίκευση, ελαφρά τραύματα, ελάσσονας τόνος, δεύτερη κατηγορία, δευτερεύον, ελλάσσον ζήτημα, αστεροειδής, ελλάσσων πρόταση, δεύτερος ρόλος, μικρός ρόλος, ακούσιο, αφέσιμο αμάρτημα, Τάγμα των Μινοριτών αδερφών, Τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών, Μικρή Άρκτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης minor

μικρότερος, μικρός

adjective (lesser, smaller)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The doctor has to ignore the more minor injuries because so many people were hurt.
Ο γιατρός πρέπει να αγνοήσει τα μικρότερα τραύματα γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν χτυπήσει.

μικρός, ελαφρύς, ασήμαντος

adjective (not as important)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That's a minor issue; there are more important things to think about.
Αυτό είναι δευτερεύον θέμα. Έχουμε πιο σημαντικά πράγματα να σκεφτούμε.

μικρότερος, μικρός

adjective (US (league: not premier)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The baseball player was successful in the minor leagues.
Ο παίχτης του μπέιζμπολ ήταν επιτυχημένος στα μικρότερα πρωταθλήματα.

ελάσσονα

adjective (music: one half-step down) (νότα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The melody went down a minor step.
Η μελωδία κατέβαινε σε μια ελάσσονα νότα.

ανήλικος

noun ([sb] under age of sexual consent)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Aaron was arrested for having sex with a minor.
Ο Άαρον συνελήφθη γιατί έκανε σεξ με μια ανήλικη.

ανήλικος

noun ([sb] not yet legally adult)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Erin wasn't allowed to buy alcohol because she was still a minor.
Η Έριν δεν επιτρεπόταν να αγοράσει αλκοόλ γιατί ήταν ακόμη ανήλικη.

ανήλικος

adjective (under age of sexual consent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The minor girl's boyfriend was arrested.

ανήλικος

adjective (not yet legally adult)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bouncer kicked the minor boys out of the bar.

ελάσσων

adjective (musical key)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The pianist played a minor chord.

ελάσσονα

noun (music: note one half-step down)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tom sang the minor to Shaun's note.

δευτερεύον αντικείμενο σπουδών

noun (US (university: secondary subject)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Kelsey earned a minor in music.

μικρότερες κατηγορίες

plural noun (US (sports: minor leagues)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικρολεπτομέρεια

noun (trivial information)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Let's not get bogged down in minor details. Don't worry about that; it's just a minor detail.

παίρνω ως δευτερεύουσα εξειδίκευση

(US (study as a subsidiary subject)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I was in college, I majored in business and minored in psychology.

ελαφρά τραύματα

plural noun (wounds which are not serious)

Fortunately, he only suffered minor injuries in the accident.

ελάσσονας τόνος

noun (music: key one half-step down)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

δεύτερη κατηγορία

noun (US (non-premier sports association) (ΗΠΑ, αθλητισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Many smaller cities in the US have minor league baseball teams comprised of players hoping to one day join the major leagues.

δευτερεύον, ελλάσσον ζήτημα

noun ([sth] trivial)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I was upset, but my mother told me not to get so worked up over a minor matter.

αστεροειδής

noun (asteroid, planetoid)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ελλάσσων πρόταση

noun (logic: specific statement) (λογική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He posited several minor premises to support his primary thesis.

δεύτερος ρόλος

noun (small acting part)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
His first film appearance was a minor role in Star Wars.

μικρός ρόλος

noun (small part in: accomplishing [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
All the credit should go to you because I only played a minor role in winning this contract.

ακούσιο, αφέσιμο αμάρτημα

noun (relatively slight offence, venial sin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Surely masturbation must be a minor sin in relation to murder.

Τάγμα των Μινοριτών αδερφών, Τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών

noun (order of Catholic monks)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Members of the Order of Friars Minor are also known as Franciscan Friars.

Μικρή Άρκτος

noun (constellation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του minor στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του minor

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.