Τι σημαίνει το student στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης student στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του student στο Αγγλικά.

Η λέξη student στο Αγγλικά σημαίνει μαθητής, μαθήτρια, φοιτητής, φοιτήτρια, -, μελετητής, μελετήτρια, φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών, φοιτητής, μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού, μαθητής προγράμματος ανταλλαγής, συμμαθητής, συμμαθητής, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, φοιτητής που τιμάται με διάκριση, φοιτητής νομικής, φοιτήτρια νομικής, ώριμος φοιτητής, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, φοιτητική στέγη, μαθητές, φοιτητές, συμβούλιο μαθητών, συμβούλιο φοιτητών, αφοσίωση στις σπουδές, ανταλλαγή φοιτητών, φοιτητική ταυτότητα, μαθητευόμενος νοσοκόμος, μαθητευόμενη νοσοκόμα, επιδόσεις στις σπουδές, φοιτητής/φοιτήτρια παιδαγωγικής, φοιτητικός σύλλογος, φοιτητική εστία, διδακορικός φοιτητής, άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης student

μαθητής, μαθήτρια

noun (at secondary school)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
He is a student at the local high school.
Είναι μαθήτρια στο τοπικό λύκειο.

φοιτητής, φοιτήτρια

noun (at a university)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
She is a student at the local university.
Είναι φοιτητής στο τοπικό πανεπιστήμιο.

-

noun (learner in general) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He is a lifelong student of languages.
Μαθαίνει ξένες γλώσσες σε όλη του τη ζωή.

μελετητής, μελετήτρια

noun (scholarly person)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
He is a true student and has read most of the Greek classics.

φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών

noun ([sb] who studies art)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She's an art student at the Royal College of Art in London.

φοιτητής

noun ([sb] studying at a college)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Henry is enjoying life as a college student.

μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού

noun (US (primary school pupil)

μαθητής προγράμματος ανταλλαγής

noun ([sb] who studies abroad)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My parents hosted an exchange student from Finland last year.

συμμαθητής

noun ([sb] studying at same institution)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He dropped out of school because he couldn't get along with his fellow students.

συμμαθητής

noun ([sb] who is also a student)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια

noun (postgraduate-level student)

I'm working as a teaching assistant to support myself as a graduate student in order to get an advanced degree.

μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου

noun (pupil: at secondary school) (12-15 ετών)

I started studying Spanish (and dating girls) when I was a high-school student.

φοιτητής που τιμάται με διάκριση

noun (US (academic high achiever)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοιτητής νομικής, φοιτήτρια νομικής

noun ([sb] who studies legal system)

ώριμος φοιτητής

noun ([sb] enrolled in study after usual age) (μεταφορικά)

φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής

noun (US, informal, abbreviation (medical student)

James is a med student at the University of Central Florida.

φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής

noun (trainee doctor)

μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

noun (pupil at high school)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
New figures show record high achievements for secondary-school pupils.

φοιτητική στέγη

noun (housing for those at university)

μαθητές, φοιτητές

noun (students of an institution collectively)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He was president of the student body.

συμβούλιο μαθητών, συμβούλιο φοιτητών

noun (group of student representatives)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Bill was elected president of the student council.

αφοσίωση στις σπουδές

noun (positive attitude to school)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανταλλαγή φοιτητών

noun (reciprocal study visits abroad)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φοιτητική ταυτότητα

noun (abbr, informal (document: proof of student's identity)

μαθητευόμενος νοσοκόμος, μαθητευόμενη νοσοκόμα

([sb] training to be nurse)

επιδόσεις στις σπουδές

noun (level of [sb]'s academic achievement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοιτητής/φοιτήτρια παιδαγωγικής

([sb] training to be teacher)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

φοιτητικός σύλλογος

noun (association of students)

The student union voted to boycott the racist professor's classes.

φοιτητική εστία

noun (building with facilities for students)

The student union has a cafeteria, games rooms, and even a pub.

διδακορικός φοιτητής

noun ([sb] writing doctoral dissertation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια

noun (highest academic achiever) (σχολείο)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του student στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του student

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.