Τι σημαίνει το sérieux στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sérieux στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sérieux στο Γαλλικά.

Η λέξη sérieux στο Γαλλικά σημαίνει σοβαρός, σοβαρός, σοβαρός, σοβαρότητα, επισημότητα, αξιοπιστία, βαρύτητα, σοβαρότητα, σοβαρότητα, αφοσίωση, σοβαρότητα, σοβαρός, σοβαρός, σοβαρός, δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα, νηφάλιος, σοβαρός, αληθινός, πραγματικός, ουσιαστικός, σοβαρός, σημαντικός, αγέλαστος, σοβαρός, σοβαρότητα, δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο, σημαντικός, σοβαρός, σοβαρός, αξιοπιστία, σοβαρότητα, κρισιμότητα, σχολαστικός, αξιόπιστος, επαγγελματίας, Χωρίς πλάκα, Πέρα από την πλάκα, Δεν κάνω πλάκα, σοβαρότητα, υπευθυνότητα, σύνεση, αφοσιωμένος, πραγματικός, αληθινός, με νόημα, ειλικρινά, πραγματικά, σοβαρότητα, σοβαρά, ειλικρινά, επιπολαιότητα, ελαφρότητα, σοβαρά, σχεδόν σοβαρός, Τι είπες;, Πως είπες;, Πως το πες αυτό;, προχειρότητα, σοβαρό πρόσωπο, άτομο που με κάνει να χάνω τον χρόνο μου, μένω σοβαρός, έχω έντονες αμφιβολίες, δίνω βαρύτητα, δίνω αξία, παίρνω κτ στα σοβαρά, παίρνω κπ/κτ στα σοβαρά, αψηφώ, απαξιώ, Σοβαρά;, Αλήθεια;, αναξιοπιστία, αγνοώ, απορρίπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sérieux

σοβαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Je ne plaisante pas. Je suis sérieux. Est-ce qu'on pourrait avoir une conversation sérieuse, sans que tu fasses des blagues à tout bout de champ ?

σοβαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quand les enfants ont vu l'expression sérieuse d'Helena, ils ont compris qu'ils allaient avoir des problèmes.

σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tu as l'air très sérieux quand tu lis.
Φαίνεσαι πολύ σοβαρός, όταν διαβάζεις.

σοβαρότητα, επισημότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le sérieux de l'occasion exige une tenue habillée.
Η επισημότητα της περίστασης επιτάσσει επίσημο ένδυμα.

αξιοπιστία

(personne)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βαρύτητα

(μτφ: σοβαρότητα, ουσία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σοβαρότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Son sérieux inhabituel nous a fait penser qu'elle ne se sentait pas bien.
Η ασυνήθιστη σοβαρότητά της μας έκανε να σκεφτούμε ότι δεν αισθανόταν καλά.

σοβαρότητα, αφοσίωση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ce défi va mettre à l'épreuve le sérieux de sa proposition de rester.

σοβαρότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σοβαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adam est un jeune homme sérieux qui n'a pas le temps de faire des blagues.
Ο Άνταμ είναι ένας σοβαρός νέος άντρας που δεν έχει χρόνο για αστεία.

σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le juge était très sérieux en lisant la condamnation.
Ο δικαστής ήταν πολύ σοβαρός καθώς διάβαζε την απόφαση του δικαστηρίου.

σοβαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Glisser sur du verglas, c'est sérieux : on peut se casser le cou.

νηφάλιος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le point de vue sérieux de Marion fait d'elle une bonne personne à qui demander des conseils.
Η νηφάλια άποψη της Μάριον την κάνει κατάλληλο άτομο για να ζητήσεις συμβουλές.

σοβαρός

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il l'a dit avec une expression sérieuse, donc je ne pense pas qu'il plaisantait.

αληθινός, πραγματικός, ουσιαστικός

(pertinent)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En l'absence d'objections sérieuses (or: valables), je vais poursuivre.

σοβαρός, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'armée a essuyé de graves pertes pendant la bataille.

αγέλαστος, σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σοβαρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεν είναι μικρό πράγμα, δεν είναι αστεία υπόθεση, δεν είναι αστείο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σημαντικός, σοβαρός

(problème,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les téléchargements illégaux posent un problème grave à l'industrie du disque.
Οι παράνομες λήψεις αποτελούν σημαντική (or: σοβαρή) απειλή για τη μουσική βιομηχανία.

σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les circonstances de la guerre en cours sont très graves.
Η κατάσταση στον σημερινό πόλεμο είναι πολύ σοβαρή.

αξιοπιστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fiabilité (or: le sérieux) d'Edwin lui a fait gagner les faveurs de son patron.
Ο Έντουιν εξασφάλισε την εύνοια του αφεντικού του χάρη στην αξιοπιστία του.

σοβαρότητα, κρισιμότητα

(κατάστασης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je ne crois pas que tu comprennes vraiment la gravité de la situation.

σχολαστικός

(personne)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le patron avait de la chance d'avoir des employés dignes de confiance (or: fiables) pour faire marcher l'entreprise en son absence.
Ο επιχειρηματίας ήταν τυχερός που είχε αξιόπιστους υπαλλήλους που φρόντιζαν να λειτουργούν όλα ομαλά όσο έλειπε.

επαγγελματίας

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
M. Matthews est toujours professionnel dans ses interactions avec les clients.

Χωρίς πλάκα, Πέρα από την πλάκα, Δεν κάνω πλάκα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σοβαρότητα, υπευθυνότητα, σύνεση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφοσιωμένος

(personne) (σε κπ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Même s'ils ne sont pas mariés, ils sont très attachés l'un à l'autre.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Παρόλο που το ζευγάρι δεν είναι παντρεμένο, είναι αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλον. Η Μαίρη είναι αφοσιωμένη στον σύζυγό της.

πραγματικός, αληθινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'alarme a provoqué une vraie (or: réelle) confusion.

με νόημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ειλικρινά, πραγματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
On aura le temps de voir un film après, je te le jure.

σοβαρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σοβαρά, ειλικρινά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si tu lui demandes sérieusement, elle sera contente de t'aider.

επιπολαιότητα, ελαφρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σοβαρά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fais tes devoirs sérieusement.
Ο Τζιμ μελέτησε το αντικείμενο με σοβαρότητα.

σχεδόν σοβαρός

locution adjectivale (άτομο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Τι είπες;, Πως είπες;, Πως το πες αυτό;

interjection (fam) (έκπληξη, δυσφορία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
- Il paraît que Marie sort avec José. - Sérieux ? Je croyais qu'elle ne pouvait pas l'encadrer...

προχειρότητα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σοβαρό πρόσωπο

nom masculin

άτομο που με κάνει να χάνω τον χρόνο μου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μένω σοβαρός

locution verbale (έκφραση προσώπου)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Je n'ai pas réussi à garder mon sérieux quand elle a dit qu'elle était vierge. J'ai eu du mal à garder mon sérieux quand j'ai joué un tour à mes collègues.

έχω έντονες αμφιβολίες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω βαρύτητα, δίνω αξία

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παίρνω κτ στα σοβαρά

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le gouvernement ne semble pas prendre le réchauffement climatique au sérieux.

παίρνω κπ/κτ στα σοβαρά

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quand elle m'a dit qu'elle avait démissionné, je ne l'ai pas prise au sérieux.

αψηφώ, απαξιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je suis vraiment fâché : je m'étais beaucoup investi dans ce projet et mon patron a balayé mon travail d'un revers de la main.
Ήμουν πραγματικά αναστατωμένος. Έριξα πολλή δουλειά σε εκείνο το έργο και το αφεντικό μου μόλις την απαξίωσε.

Σοβαρά;, Αλήθεια;

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

αναξιοπιστία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγνοώ, απορρίπτω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dans un premier temps, Robert avait pensé que Marilyn n'était qu'une jeune écervelée et ne la prenait pas au sérieux, mais par la suite, il réalisa qu'elle était en fait très intelligente.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sérieux στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του sérieux

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.