Τι σημαίνει το servir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης servir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του servir στο ισπανικά.

Η λέξη servir στο ισπανικά σημαίνει εξυπηρετώ, σερβίρω, σερβιρίζω, σερβίρω, σερβιρίζω, υπηρετώ, εξυπηρετώ, σερβίρω, είμαι σερβιτόρος, είμαι σερβιτόρα, υπηρετώ, υπηρετώ, υπηρετώ, χρησιμεύω, σερβίρω, σερβίρω, σερβίρω, παραθέτω, χρησιμεύω, λειτουργώ, βάζω, σερβίρω, χρήσιμος, σερβίρω, σερβίρω, σερβίρω, αρκώ, βάζω, μου κάνει, μου χωράει, έχω αποτέλεσμα, βγάζω με την κουτάλα, βάζω με την κουτάλα, χρησιμεύω ως κτ, φτιαγμένος για κτ, δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο, ψευτοπαρηγοριά, χαμένη υπόθεση, κουτάλι σερβιρίσματος, που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, πληρώ τις προϋποθέσεις, εξυπηρετώ το σκοπό, χρησιμεύω ως παράδειγμα, αποτελώ παράδειγμα, δεν ωφελώ σε τίποτα, πρέπει να φτάσει, πρέπει να φτάνει, πρέπει να αρκέσει, πρέπει να είναι αρκετός, λειτουργώ ως κπ/κτ, φροντίζω, φροντίζω, σερβίρω, βάζω κτ με την κουτάλα, δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτ, γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα, δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμα, βάζω, βοηθώ, σερβίρω φαγητό, αναλαμβάνω το κείτερινκ, δεν κάνω, φτάνω για κτ, έτοιμος για κατανάλωση, υπηρετώ στο στρατό, δουλεύω για μεγαλύτερους μαθητές στο σχολείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης servir

εξυπηρετώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gerente dice que su primera prioridad es servir a sus clientes.
Ο προϊστάμενος λέει ότι η πρώτη του προτεραιότητα είναι να εξυπηρετεί τους πελάτες.

σερβίρω, σερβιρίζω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los camareros sirvieron carne asada y puré de patatas a los comensales.
Οι σερβιτόροι σέρβιραν ροσμπίφ και πουρέ στους πελάτες.

σερβίρω, σερβιρίζω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella le sirvió la comida a los niños.
Σέρβιρε (or: σερβίρισε) στα παιδιά το φαγητό τους.

υπηρετώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alfred le sirvió fielmente a Bruce Wayne.
Ο Άλφρεντ υπηρέτησε πιστά τον Μπρους Γουέιν.

εξυπηρετώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sí, este destornillador en particular me servirá bien.
Ναι, αυτό το κατσαβίδι μου κάνει μια χαρά.

σερβίρω

verbo intransitivo (deportes)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Quién es el próximo en servir? Creo que soy yo.
Ποιος σερβίρει; Νομίζω εγώ.

είμαι σερβιτόρος, είμαι σερβιτόρα

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Él ha servido en el restaurante por dos años.
Είναι σερβιτόρος σε εκείνο το εστιατόρια εδώ και δύο χρόνια.

υπηρετώ

(obsoleto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él sirvió fielmente durante muchos años.

υπηρετώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El sargento ha servido por espacio de diez años.

υπηρετώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Yo serví como paramédico durante diez años.

χρησιμεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σερβίρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Te gustaría que sirviese el vino?
Θα ήθελες να σερβίρω το κρασί;

σερβίρω

verbo transitivo (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sírveme algo de puré, por favor.
Σέρβιρε μου σε παρακαλώ λίγο πουρέ.

σερβίρω, παραθέτω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi abuela siempre le pide a mi hermana que le ayude a servir la mesa cuando somos muchos a cenar.

χρησιμεύω, λειτουργώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A veces un destornillador sirve como cincel.
Μερικές φορές ένα κατσαβίδι μπορεί να χρησιμεύσει ως (or: λειτουργήσει ως) κοπίδι.

βάζω

verbo transitivo (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella me sirvió un vaso de agua.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο μπάτλερ τους σέρβιρε άλλο κρασί μαζί με το επιδόρπιο.

σερβίρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sírvete tú mismo el café; no estoy aquí para servirte.
Πάρε μόνος σου τον καφέ σου. Δεν είμαι εδώ για να σου κάνω τον σερβιτόρο!

χρήσιμος

verbo intransitivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Para esto no sirve el martillo.
Το σφυρί δεν είναι χρήσιμο εδώ.

σερβίρω

verbo transitivo (alimentos) (βάζω φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El camarero de la cafetería servía el puré de patata en la bandeja.

σερβίρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Isabelle sirvió pavo y lo puso en mitad de la mesa.

σερβίρω

verbo transitivo (comida, bebida)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρκώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Así te vale? ¿O debo trabajar más en el asunto?
Φτάνει αυτό, ή να το δουλέψω κι άλλο;

βάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Me puedes verter un vaso de agua, por favor?
Μπορείς να μου βάλεις ένα ποτήρι νερό;

μου κάνει, μου χωράει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mis zapatos ya no me quedan.
Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια.

έχω αποτέλεσμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¿Funcionó la medicina?
Έπιασε αυτό το φάρμακο;

βγάζω με την κουτάλα, βάζω με την κουτάλα

(con cuchara) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Karen sacó helado y lo puso en un cuenco.
Η Κάρεν έβαλε το παγωτό σε ένα μπολ.

χρησιμεύω ως κτ

La oficina también funciona como habitación de huéspedes.
Το γραφείο χρησιμεύει επίσης και ως ξενώνας.

φτιαγμένος για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando lo detuvieron por segunda vez, decidió que no servía para una vida de crimen.

δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο

(να κάνει κάποιος κάτι)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
No sirve de nada que lo llames por su nombre, ya no te escucha.

ψευτοπαρηγοριά

locución verbal (ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La pensión, aunque no era mala, no servía de consuelo a la viuda.

χαμένη υπόθεση

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vaya secretaria que han contratado, no sirve para nada.

κουτάλι σερβιρίσματος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo intentó, pero no daba la talla para el desafío. Tu actuación no da la talla del estándar.

πληρώ τις προϋποθέσεις

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este ordenador barato satisface las necesidades de muchos jubilados.
Αυτός ο φθηνός υπολογιστείς πληροί τις προϋποθέσεις των περισσότερων συνταξιούχων.

εξυπηρετώ το σκοπό

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si no tienes una pala para cavar, un palo afilado puede servir a los propósitos.

χρησιμεύω ως παράδειγμα, αποτελώ παράδειγμα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este tipo de situaciones suelen terminar muy mal, sirva como ejemplo la crisis de 1929.

δεν ωφελώ σε τίποτα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esto no sirve para nada y ocupa mucho lugar.

πρέπει να φτάσει, πρέπει να φτάνει, πρέπει να αρκέσει, πρέπει να είναι αρκετός

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ese remiendo que puse en el tejado debería servir hasta que llegue el techador.

λειτουργώ ως κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se conocieron porque su hermana hizo de celestina. Los pantalones del hombre se sostenían con un trozo de cuerdo que hacía de cinturón.
Το παντελόνι του άντρα το συγκρατούσε ένα κομμάτι σκοινί που έπαιζε τον ρόλο της ζώνης.

φροντίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φροντίζω

(comida, a persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este restaurante no sirve a veganos.

σερβίρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los sirvientes servían a los aristócratas.

βάζω κτ με την κουτάλα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No tiene sentido que le pidas el auto prestado a Jake, te dirá que no.

γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω το χάσμα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No tenemos servilletas, pero las toallas de papel servirán de parche.

δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Este presidente no sirve para nada.

βάζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seth se sirvió la sopa en su plato con un cucharón.

βοηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al final, ninguna de estas medidas desesperadas le sirvieron.
Στο τέλος, κανένα από αυτά τα απελπισμένα μέτρα δεν τον ωφέλησαν.

σερβίρω φαγητό

(comida) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando visito a mi madre, ella siempre insiste en servirme un gran plato de fideos.

αναλαμβάνω το κείτερινκ

(ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi madre solía servir catering para bodas.
Η μητέρα μου αναλάμβανε το κείτερινγκ σε γάμους.

δεν κάνω

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un bombín de bicicleta no sirve para inflar una rueda de coche.
Η τρόμπα του ποδηλάτου δεν κάνει για να φουσκώσεις τα λάστιχα του αυτοκινήτου.

φτάνω για κτ

La entrada es válida para una bebida en el bar.
Το εισιτήριό σου αντιστοιχεί και σε ένα ποτό στο μπαρ όταν μπεις μέσα.

έτοιμος για κατανάλωση

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

υπηρετώ στο στρατό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ya hace veinte años que Edward sirve en el ejército.

δουλεύω για μεγαλύτερους μαθητές στο σχολείο

(trabajar para un alumno de grado superior)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
William hacía de fámulo de Simon, así que tenía que asegurarse de que la habitación de Simon estuviera limpia todos los días y de hacerle tostadas para el té de la tarde.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του servir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.