Τι σημαίνει το valer στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης valer στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του valer στο ισπανικά.

Η λέξη valer στο ισπανικά σημαίνει κοστίζω, στοιχίζω, αξίζω, κοστίζω, χρησιμεύω, μου κάνει, μου χωράει, φτάνω για, επαρκώ για, αρκώ, είμαι ανάξιος λόγου, τη μάμησα, δεν αξίζει, που αξίζει το βάρος του σε χρυσό, ευτελής, κατώτερος, παρακατιανός, υποδεέστερος, ανάξιος, τιποτένιος, αξίζει τα λεφτά του, που αξίζει, που αξίζει το ρίσκο, δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο, κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια, πιάνουν τόπο τα λεφτά σου, αξίζω την αναμονή, δεν αξίζει τον κόπο, εκματελλεύομαι τη θέση μου, αξίζω, βοηθώ, δεν κάνω, αποδίδω, που μπαίνει στον κόπο να κάνει κτ, φτάνω για κτ, καλός στη δουλειά του, αξίζω την αναμονή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης valer

κοστίζω, στοιχίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Este libro cuesta diez dólares.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το βιβλίο κάνει δέκα δολάρια.

αξίζω, κοστίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El comerciante dice que el jarrón vale doscientas libras, pero yo esperaba más.
Ο έμπορος είπε πως το βάζο άξιζε 200 λίρες, αλλά εγώ είχα την ελπίδα ότι θα έπιανε περισσότερα.

χρησιμεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μου κάνει, μου χωράει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mis zapatos ya no me quedan.
Τα παπούτσια μου δεν μου κάνουν πια.

φτάνω για, επαρκώ για

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Con un euro se adquiere poco más que una taza de café.
Με ένα ευρώ μπορεί κανείς να αγοράσει κάτι παραπάνω από ένα φλυτζάνι καφέ.

αρκώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Así te vale? ¿O debo trabajar más en el asunto?
Φτάνει αυτό, ή να το δουλέψω κι άλλο;

είμαι ανάξιος λόγου

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
El leve inconveniente de haber tenido que esperar es insignificante.

τη μάμησα

(AmL: coloquial; ES: vulgar) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La tele está jodida otra vez. El jefe se enteró de lo que hicimos: estamos jodidos.

δεν αξίζει

(να το αγοράζω, να το αποκτήσω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La versión estándar no vale la pena porque no tiene las interesantes funciones de la versión de lujo.

που αξίζει το βάρος του σε χρυσό

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Para quienes usan mucho Internet, la conexión de banda ancha vale su peso en oro.

ευτελής, κατώτερος, παρακατιανός, υποδεέστερος, ανάξιος, τιποτένιος

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese papel no vale para nada. Se sigue rompiendo y atascando en la impresora.

αξίζει τα λεφτά του

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Volar puede ser más caro, pero vale la pena si no quieres lidiar con el tráfico.

που αξίζει

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pensaba ir de compras pero decidí que no valía la pena hacerlo.
Θα πήγαινα στα μαγαζιά, αλλά αποφάσισα τελικά ότι δεν αξίζει.

που αξίζει το ρίσκο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los científicos cazadores de tornados dicen que por la información que obtienen de su actividad vale la pena correr el riesgo.
Ο επιστήμονες που κυνηγούν τυφώνες πιστεύουν ότι ο όγκος πληροφοριών που συγκεντρώνουν κάνει τη δουλειά τους να αξίζει το ρίσκο.

δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο

(να κάνει κάποιος κάτι)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
No sirve de nada que lo llames por su nombre, ya no te escucha.

κοστίζει τα μαλλιά της κεφαλής μου, κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια

locución verbal (coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Seguro que ese vestido vale un ojo de la cara.
Στοιχηματίζω ότι αυτό το φόρεμα κοστίζει της Παναγιάς τα μάτια.

πιάνουν τόπο τα λεφτά σου

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cuando compres una computadora, debes investigar si quieres hacer valer tu dinero.

αξίζω την αναμονή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha llevado mucho tiempo terminarlo, pero valió la pena.

δεν αξίζει τον κόπο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No vale la pena que te esfuerces en arreglarlo, esta tarde llega el nuevo.

εκματελλεύομαι τη θέση μου

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El sargento siempre hace valer su rango y se pone primero en la cola para la comida.

αξίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Merece la pena hacerlo?
Αξίζει να το κάνουμε καν;

βοηθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al final, ninguna de estas medidas desesperadas le sirvieron.
Στο τέλος, κανένα από αυτά τα απελπισμένα μέτρα δεν τον ωφέλησαν.

δεν κάνω

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un bombín de bicicleta no vale para inflar un neumático de coche.
Η τρόμπα του ποδηλάτου δεν κάνει για να φουσκώσεις τα λάστιχα του αυτοκινήτου.

αποδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El trabajo duro y una planificación cuidadosa siempre valen la pena.
Η σκληρή δουλειά και ο προσεκτικός σχεδιασμός πάντα βγαίνουν σε καλό.

που μπαίνει στον κόπο να κάνει κτ

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Estoy intentando decidir si quiero hacer el esfuerzo de levantarme hoy o no.
Προσπαθώ να αποφασίσω αν θα μπω στον κόπο να σηκωθώ σήμερα.

φτάνω για κτ

La entrada es válida para una bebida en el bar.
Το εισιτήριό σου αντιστοιχεί και σε ένα ποτό στο μπαρ όταν μπεις μέσα.

καλός στη δουλειά του

locución verbal

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αξίζω την αναμονή

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του valer στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του valer

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.