Τι σημαίνει το skipping στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης skipping στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του skipping στο Αγγλικά.

Η λέξη skipping στο Αγγλικά σημαίνει σκοινάκι, αναπήδηση, χοροπηδάω, κάνω σκοινάκι, παραλείπω, παραλείπω, πηδώ, πηδάω, πηδάω, χοροπήδημα, αναπήδηση, κάδος, ρετάρω, αναπηδώ, αποφεύγω, κάνω κτ να αναπηδήσει, σκοινάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης skipping

σκοινάκι

noun (UK (activity: jumping rope) (άσκηση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Skipping is an excellent form of exercise.
Το σκοινάκι είναι ένα εξαιρετικό είδος άσκησης.

αναπήδηση

noun (springing walk)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ben is known for his skipping.

χοροπηδάω

intransitive verb (jump lightly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The little girl skipped happily down the street.
Το κορίτσι χοροπηδούσε καθώς κατηφόριζε το δρόμο.

κάνω σκοινάκι

intransitive verb (UK (game, sport: jump rope)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The children skipped and played hopscotch on the playground.
Τα παιδιά έκαναν σκοινάκι κι έπαιζαν κουτσό στην παιδική χαρά.

παραλείπω

transitive verb (informal (not attend, miss)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I skipped the meeting because I was too busy.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έκανα κοπάνα από το σχολείο, γιατί βαριόμουν.

παραλείπω

transitive verb (informal (omit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My advice is to skip the second course, and leave room for the fish.
ΝΕW: Βιαζόμουν το πρωί, γι' αυτό παρέλειψα το πρόγευμα.

πηδώ, πηδάω

transitive verb (informal (pass by) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He skipped three chapters of the book.
Άφησε τρία κεφάλαια του βιβλίου.

πηδάω

transitive verb (US, figurative (education: omit a grade) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My parents would not let their child skip third grade.
Οι γονείς μου δεν θα άφηναν το παιδί τους να πηδήξει την τρίτη τάξη.

χοροπήδημα

noun (bouncing walk)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She walked with a light skip, like a young girl.
Περπατούσε ελαφρώς χοροπηδηχτά, σαν κοριτσάκι.

αναπήδηση

noun (ricochet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The child watched the skips of the rock across the surface of the water.

κάδος

noun (UK (large refuse container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The man tossed some rubbish into the skip.

ρετάρω

intransitive verb (misfire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The engine skips sometimes when it's cold.

αναπηδώ

intransitive verb (ricochet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The rock skipped on the ground three times.

αποφεύγω

transitive verb (figurative (avoid)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When driving around here, it's hard to skip all the holes in the road.

κάνω κτ να αναπηδήσει

transitive verb (make ricochet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She skipped flat stones on the surface of the pond.

σκοινάκι

noun (skipping rope)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The little girls were playing with a jump rope.
Τα μικρά κορίτσια έπαιζαν με ένα σκοινάκι.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του skipping στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του skipping

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.