Τι σημαίνει το skirt στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης skirt στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του skirt στο Αγγλικά.
Η λέξη skirt στο Αγγλικά σημαίνει φούστα, περιζώνω, γκόμενα, κάτω μέρος, διάφραγμα, κάνω σαν γκόμενα, κάλυμμα για τα πόδια, κάνω παράκαμψη, συνορεύω, παρακάμπτω, αποφεύγω, full skirt, χαβανέζικη φούστα, χαβανέζικη φούστα, πένσιλ φούστα, pencil φούστα, φούστα '50s, φούστα poodle, κοντή/μίνι φούστα, αποφεύγω, διάφραγμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης skirt
φούσταnoun (item of women's clothing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You look lovely in your blue silk skirt and blouse. Είσαι πανέμορφη με τη γαλάζια μεταξωτή φούστα και την μπλούζα σου. |
περιζώνωtransitive verb (border on) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The fields skirt the highway on both sides. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι λεύκες περιβάλλουν (or: πλαισιώνουν) το οικόπεδο. |
γκόμεναnoun (US, dated, figurative, vulgar, slang (woman) (καθομιλουμένη, προσβλ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Some men will do anything for a smile from a pretty skirt. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ορισμένοι άντρες δεν σταματούν ποτέ να κυνηγούν τον ποδόγυρο, ούτε καν αφού παντρευτούν. |
κάτω μέροςnoun (lower part of a dress) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) This dress has a lovely, flowing skirt. |
διάφραγμαnoun (beef: type of steak) (μοσχαρίσιο κρέας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'd like some skirt of beef please, butcher. |
κάνω σαν γκόμεναnoun (US, slang (unmanly man) (μειωτικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Carry those boxes. Don't be such a skirt. Κουβάλησε τις κούτες. Μην είσαι αδερφή. |
κάλυμμα για τα πόδιαnoun (strip of fabric on furniture) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The skirt of this sofa is getting grubby. |
κάνω παράκαμψηintransitive verb (pass along border) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If you drive this way, you will have to skirt around Glasgow. |
συνορεύωtransitive verb (be on the border) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The town skirts both Nottinghamshire and Derbyshire. |
παρακάμπτωtransitive verb (pass along border) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You'll have to skirt Paris on your way to the south. |
αποφεύγωtransitive verb (figurative (avoid) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He skirted the issue by leaving the meeting quickly. |
full skirtnoun (widely flared skirt) (μόδα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
χαβανέζικη φούσταnoun (skirt made of long grass) |
χαβανέζικη φούσταnoun (Hawaiian grass skirt) |
πένσιλ φούστα, pencil φούσταnoun (women's garment: straight skirt) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) She looked very smart in a pencil skirt and matching jacket. |
φούστα '50s, φούστα poodlenoun (1950s-style woman's circular skirt) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κοντή/μίνι φούσταnoun (above-the-knee or mini skirt) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Her short skirt violated the school dress code. |
αποφεύγω(figurative (topic: avoid) (ένα θέμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He skirted around the subject and managed not to mention it. |
διάφραγμα(cut of beef) (μοσχαρίσιο κρέας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του skirt στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του skirt
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.