Τι σημαίνει το box στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης box στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του box στο Αγγλικά.

Η λέξη box στο Αγγλικά σημαίνει κουτί, κουτί, θεωρείο, θεωρείο, έδρανο, γραμματοκιβώτιο, γραμματοκιβώτιο, τζουκ μποξ, κιβώτιο ταχυτήτων, τηλεόραση, κάσα, πλαίσιο, θέση, σπασουάρ, αδιέξοδο, καρπαζιά, παίζω μποξ, κόβω, μπλοκάρω, γροθοκοπώ, συσκευάζω, περιορίζω, περικλείω, εγκλωβίζω, στριμώχνω, περιορίζω, πακετάρω, ασκός, κάλπη, κάλπη, ιαπωνικό ταπεράκι με φαγητό σε πακέτο, <div>σπίτι πουλιών, σπιτάκι πουλιών</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>, μαύρο κουτί, μπούμποξ, γκέτο-μπλάστερ, φωτογραφική μηχανή, κάμερα, κοπίδι, ντοσιέ αρχειοθέτησης, φράχτης από θάμνους, κουτί με σοκολατάκια, ταμείο, box office, στα ταμεία των κινηματογράφων, κάνω μπλοκ άουτ σε κπ, στατιστικά, καλύτερες θέσεις, συλλογή, γερμανικό κλειδί, ελατήριο, χελώνα, κλειδί με στρογγυλή κεφαλή, υπόστρωμα box-spring, υπόστρωμα τύπου box-spring, αποθήκη, δωματιάκι, ψωμιέρα, τηλεφωνικός θάλαμος, χαρτόκουτο, κουτί χρημάτων, κουτί ταμείου, τουαλέτα γάτας, κουτί, φορτωμένος, δώρο Χριστουγέννων, δώρο, δώρο, σαρκοκόκα, κουτί πούρων, κουτί για δωρεές, κουτί για έρανο, ψυγειάκι, παράθυρο διαλόγου, κιβώτιο, κουτί, κουτί στο οποίο αποθηκεύεται το δόλωμα, ασφαλειοθήκη, κουτί δώρου, ντουλαπάκι, χαζοκούτι, θερμό λιποκιβώτιο, εξάρτημα βασανιστηρίου για εγκλεισμό σε πολύ ζεστό και υγρό μέρος, χαζοκούτι, φασουλής, θήκη cd, κοσμηματοθήκη, κουτί διακλάδωσης, έδρανα/εδώλια ενόρκων, γραμματοκιβώτιο, γραμματοκιβώτιο, διαφανοσκόπιο, κουτί με κλειδαριά, τραπεζική υπηρεσία στις ΗΠΑ, δοχείο για φαγητό, αχαμνά, τρελάρας, θεοπάλαβος, γραμματοκιβώτιο, γραμματοκιβώτιο, τηλεφωνητής, εισερχόμενα, matte box, κουμπαράς, μουσικό κουτί, αντισυμβατικά, έτοιμος για χρήση, έτοιμος για χρήση, αντισυμβατικός, πρωτότυπος, πρωτοποριακός, δοχείο, κουτί, πάγκος για τιμωρημένους παίκτες, περιοχή πέναλτι, μολυβοθήκη, τηλεφωνικός θάλαμος, ταχυδρομική θυρίδα, κουτί εισφορών για τους φτωχούς, ταχυδρομική θυρίδα, press box, κληρωτίδα, μπαγκαζιέρα οροφής, χρηματοκιβώτιο, φυλάκιο, συσκευή set-top box, κάνω σκιαμαχία, παριστάνω ότι επιλύω, παριστάνω ότι αντιμετωπίζω, κορνίζα, κουτί παπουτσιών, θάλαμος χειρισμού, ταμπακιέρα, πρόχειρο βήμα, ηχείο, κουτί παραπόνων, τηλεφωνικός θάλαμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης box

κουτί

noun (container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Duane opened the box with his knife.

κουτί

noun (boxful)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He ate the entire box of chocolates.
Έφαγε ολόκληρο το κουτί με τα σοκολατάκια.

θεωρείο

noun (theatre: private stall)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abe greatly enjoyed his box at the theatre.

θεωρείο

noun (stadium: reserved area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We will sit in the company's box at the football game.

έδρανο

noun (courtroom: jurors' enclosure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The jurors sat in the box, listening carefully.

γραμματοκιβώτιο

noun (box for sending mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mail is collected from this box every afternoon.

γραμματοκιβώτιο

noun (slot for receiving mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The drop box is located in the office door.

τζουκ μποξ

noun (US, informal, dated, abbreviation (jukebox)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Put some good music on the box and let's dance!

κιβώτιο ταχυτήτων

noun (US, abbreviation (automotive: gearbox)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My car's box is very stiff, and keeps getting stuck in 4th gear.

τηλεόραση

noun (UK, slang (TV)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's nothing good on the box tonight.

κάσα

noun (informal (coffin) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many unfortunate soldiers came home in a box.

πλαίσιο

noun (space on a form)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tick the appropriate box on the form.

θέση

noun (baseball) (παίκτη στο μπέιζμπολ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Casey stepped into the batter's box.

σπασουάρ

noun (UK (sports protector) (βουβωνική χώρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Cricketers should always wear a box and kneepads for protection.

αδιέξοδο

noun (US, figurative, informal (predicament) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've worked myself into a box and now I'm stuck.

καρπαζιά

noun (UK, informal (slap) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shopkeeper's box to his ears taught the shoplifter a lesson.

παίζω μποξ

intransitive verb (sport: be a boxer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sean and his brother like to box.

κόβω, μπλοκάρω

transitive verb (sport) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Frazier boxed Ali for the heavyweight title.

γροθοκοπώ

transitive verb (punch repeatedly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tanner boxed the punching bag with all his strength.

συσκευάζω

transitive verb (put in a box)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I boxed my grandmother's present and posted it to her.
Συσκεύασα (or: Πακετάρισα) το δώρο της γιαγιάς μου και της το έστειλα με το ταχυδρομείο.

περιορίζω, περικλείω

transitive verb (enclose)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We need to box in the goat if we don't want it to escape.

εγκλωβίζω, στριμώχνω, περιορίζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (confine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I missed my highway exit because I was boxed in in the wrong lane.
Έχασα την έξοδο από τον αυτοκινητόδρομο, γιατί εγκλωβίστηκα σε λάθος λωρίδα.

πακετάρω

phrasal verb, transitive, separable (pack)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ασκός

noun (container for liquids)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάλπη

noun (box for votes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Media representatives were on hand to photograph the president as he dropped his ballot in the ballot box.

κάλπη

noun (figurative (results of a vote) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We'll see how popular the new law is at the ballot box.

ιαπωνικό ταπεράκι με φαγητό σε πακέτο

noun (Japanese lunch container)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

<div>σπίτι πουλιών, σπιτάκι πουλιών</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>

noun (to feed, shelter birds)

μαύρο κουτί

noun (airplane recording device) (αεροπλάνου)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μπούμποξ, γκέτο-μπλάστερ

noun (slang (ghetto blaster: portable stereo) (φορητό κασετόφωνο)

MP3 players and iPods have replaced the boom box.

φωτογραφική μηχανή, κάμερα

noun (simple box-shaped camera)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The invention of the box camera meant that everyone could be a photographer.

κοπίδι

noun (utility knife)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The plane's hijackers were armed with box cutters.

ντοσιέ αρχειοθέτησης

noun (container for filing documents)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φράχτης από θάμνους

noun (type of hedge) (τετραγωνισμένο σχήμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We have a lovely box hedge in our garden.

κουτί με σοκολατάκια

noun (filled chocolates in a box)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I love to receive boxes of chocolate on my birthday and Valentines' Day.

ταμείο

noun (theatre, cinema: ticket booth)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The box office was closed so tomorrow I'll get the tickets for you.
Το ταμείο είχε κλείσει, γι' αυτό θα σου πάρω αύριο τα εισιτήρια.

box office

noun (figurative (theatre, cinema: attendance) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The film was a massive success at the box office.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο Τιτανικός είναι μια από τις ταινίες που έσπασε τα box office.

στα ταμεία των κινηματογράφων

noun as adjective (figurative (relating to ticket sales)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The movie was the biggest box-office success of the year.

κάνω μπλοκ άουτ σε κπ

transitive verb (basketball: block [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στατιστικά

noun (sport: statistics) (σπορ)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The box score for basketball game gives you lots of useful statistics.

καλύτερες θέσεις

plural noun (sport, theatre: best seating)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The company I work for has box seats for the season at the baseball stadium.

συλλογή

noun (series of CDs, DVDs, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I just bought the box set of the StarTrek Voyager series on DVD for $200!

γερμανικό κλειδί

noun (tool for turning screws) (εργαλείο)

I have a selection of spanners but the box spanner is the most useful.

ελατήριο

noun (in a mattress)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sleeping on a mattress without a box spring underneath is bad for your back.

χελώνα

noun (tortoise-like reptile)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Box turtles are wild animals so it is not a good idea to keep one as a pet.

κλειδί με στρογγυλή κεφαλή

(tool)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υπόστρωμα box-spring, υπόστρωμα τύπου box-spring

noun (type of bed frame)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποθήκη

noun (storage room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δωματιάκι

noun (very small room)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψωμιέρα

noun (storage container for bread)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bread boxes are not really used anymore. I haven't seen one in years.

τηλεφωνικός θάλαμος

noun (US (public phone booth)

Do they still have those red-and-glass telephone call boxes on the streets in London?

χαρτόκουτο

noun (box made of cardboard)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουτί χρημάτων, κουτί ταμείου

noun (for money)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τουαλέτα γάτας

noun (toilet box for cats)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
One of my son's chores is to clean out the cat box daily and add fresh litter when needed.

κουτί

noun (US (square for marking with a tick)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Only half of the check boxes on my "to do" list are checked.

φορτωμένος

noun as adjective (figurative (over-decorated) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δώρο Χριστουγέννων

noun (UK, figurative (tip or gift)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δώρο

noun (UK, historical (bonus or gift to employee)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δώρο

noun (charity gift in a shoebox)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ben packs a Christmas box for a children's charity in Africa every year.

σαρκοκόκα

noun (plant: Sarcococca confusa) (καλλωπιστικός θάμνος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουτί πούρων

noun (wooden case for cigars)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Long since void of cigars, her late husband's cigar box was used by her granddaughter as a makeshift piggy bank.

κουτί για δωρεές, κουτί για έρανο

noun (for charity donations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most shops have a collecting box at the till so you can donate your change to charity.

ψυγειάκι

noun (box: keeps food and drink chilled) (φορητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's a cooler full of beer in the back of the van.
Υπάρχει ένα ψυγειάκι γεμάτο μπίρες στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού.

παράθυρο διαλόγου

noun (message on computer screen)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κιβώτιο, κουτί

noun (receptacle: for donations, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Please leave all donations in the drop box next to the front door.

κουτί στο οποίο αποθηκεύεται το δόλωμα

noun (fishing: box for storing bait) (ψάρεμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I keep my fishing hooks and lures in my fly box.

ασφαλειοθήκη

noun (with circuit breakers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's been a power cut and I don't know where the fuse box is.

κουτί δώρου

noun (decorative packaging)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντουλαπάκι

noun (small storage compartment in a car)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Keep your insurance policy in your vehicle's glove box. Nowadays, few people actually keep gloves in the glove compartment.

χαζοκούτι

noun (UK, dated, slang (television) (ανεπ, μτφ: τηλεόραση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He spends every afternoon in front of the goggle box, watching old black-and-white films.

θερμό λιποκιβώτιο

noun (train: overheated axle box)

εξάρτημα βασανιστηρίου για εγκλεισμό σε πολύ ζεστό και υγρό μέρος

noun (torture space)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χαζοκούτι

noun (US, slang (television, TV set) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They sat and watched that idiot box for six hours.

φασουλής

noun (toy: doll springs up when opened)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I bought my nephew a jack-in-the-box for his birthday.

θήκη cd

noun (CD case)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοσμηματοθήκη

noun (case for valuable accessories)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I've put all my rings in the jewelry box.

κουτί διακλάδωσης

noun (cover for electrical wires)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έδρανα/εδώλια ενόρκων

noun (courtroom: area where jury sits)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The lawyer turned to the jury box and made a last plea on behalf of his client.

γραμματοκιβώτιο

noun (slot, box for delivered mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γραμματοκιβώτιο

noun (UK, informal (box for posting mail)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The letter box in the village is emptied at 6.30 pm.

διαφανοσκόπιο

noun (for transparencies)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουτί με κλειδαριά

noun (US (box that can be locked)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραπεζική υπηρεσία στις ΗΠΑ

noun (US (bank service)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δοχείο για φαγητό

noun (literal (container for a packed lunch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I put a sandwich in my lunch box, ready for lunch later that day.

αχαμνά

noun (UK, slang, figurative (man's crotch area)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Stop sticking your lunchbox in my face while I'm trying to read!

τρελάρας, θεοπάλαβος

expression (UK, informal (crazy, insane) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γραμματοκιβώτιο

noun (in street: post box)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The mailbox is emptied twice a day.
Το γραμματοκιβώτιο αδειάζεται δυο φορές τη μέρα.

γραμματοκιβώτιο

noun (US (of building: letterbox)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The package was too big for the mailbox.
Το πακέτο ήταν υπερβολικά μεγάλο για το γραμματοκιβώτιο.

τηλεφωνητής

noun (phone: voicemail storage)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My mailbox is full; I need to delete some messages.

εισερχόμενα

noun (email: inbox) (ηλεκτρονικό ταχυδρομείο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
I'm trying to get my mailbox emptied before I go on holiday.
Προσπαθώ να αδειάσω τα εισερχόμενά μου πριν φύγω διακοπές.

matte box

noun (device: shades a camera lens) (φωτογραφική μηχανή)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κουμπαράς

noun (UK (piggy bank: container for coins)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μουσικό κουτί

noun (box that plays mechanical music)

When I was a child, I had a music box with a ballerina who twirled as the music played.

αντισυμβατικά

adverb (figurative, informal (unconventionally, creatively)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Let's try thinking out of the box here.
Ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε αντισυμβατικά εδώ πέρα.

έτοιμος για χρήση

adverb (computing: ready to use)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This computer should work out of the box.
Αυτός ο υπολογιστής θα έπρεπε να είναι έτοιμος για χρήση.

έτοιμος για χρήση

adjective (computing: ready to use)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
It is quicker to buy an out-of-the-box laptop than to have one built to order.

αντισυμβατικός, πρωτότυπος, πρωτοποριακός

expression (figurative (idea: unconventional)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The leader told his team he wanted them to come up with ideas that were outside the box.
Ο επικεφαλής της ομάδας της ζήτησε να καταθέσει πρωτότυπες ιδέες.

δοχείο, κουτί

noun (storage container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πάγκος για τιμωρημένους παίκτες

noun (ice hockey: bench for penalized players) (χόκεϊ στον πάγο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
After the brawl broke out, three players were sent to the penalty box for fighting.

περιοχή πέναλτι

noun (soccer: area in front of goal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The attacker was just inside the penalty box when he was fouled, resulting in the penalty kick.
Ο επιθετικός ήταν μέσα στην περιοχή του πέναλτι όταν του έκαναν φάουλ, με αποτέλεσμα να δωθεί πέναλτι.

μολυβοθήκη

(box for pencils)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τηλεφωνικός θάλαμος

noun (UK (public telephone booth)

ταχυδρομική θυρίδα

noun (number used as mailing address) (Τ.Θ.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I would prefer if you sent it to my PO Box instead of my house.

κουτί εισφορών για τους φτωχούς

noun (receptacle for charitable donations) (εκκλησία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
People put coins into the poor box outside the church.

ταχυδρομική θυρίδα

noun (number used as mailing address)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
FedEx will not deliver packages to post office box addresses.
H FedEx δεν παραδίδει δέματα σε διευθύνσεις με ταχυδρομική θυρίδα.

press box

noun (journalists' enclosure) (ζαργκόν: χώρος δημοσιογράφων)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
To ensure a professional working environment, no family members or guests are permitted in the press box.

κληρωτίδα

noun (tombola)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπαγκαζιέρα οροφής

noun (container for transporting items on top of a car) (σε αμάξι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρηματοκιβώτιο

noun (secure container in a bank)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I keep my expensive jewelry and old photos in a safe-deposit box.

φυλάκιο

(structure for shelter)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συσκευή set-top box

noun (television signal converter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω σκιαμαχία

intransitive verb (practise boxing alone) (προπόνηση χωρίς αντίπαλο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παριστάνω ότι επιλύω, παριστάνω ότι αντιμετωπίζω

intransitive verb (figurative (pretend to deal with a problem) (πρόβλημα, κατάσταση)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κορνίζα

noun (shallow display case) (για αναμνηστικά κλπ.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κουτί παπουτσιών

noun (cardboard box in which shoes are sold)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
When I buy new shoes I always save the shoe box for storing things in.

θάλαμος χειρισμού

(UK (railway signal tower)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ταμπακιέρα

noun (tobacco container)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Belinda kept trinkets in an antique snuff box.

πρόχειρο βήμα

noun (historical (speaker's makeshift platform)

In the 19th century, politicians would literally stand on soap boxes to give their speeches.

ηχείο

noun (informal (loudspeaker) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The students listened as the day's announcements came over the squawk box.

κουτί παραπόνων

noun (receptacle for customers' comments) (σε καταστήματα)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τηλεφωνικός θάλαμος

noun (UK (public phone booth)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
It is such a shame that they got rid of the old red telephone boxes.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του box στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του box

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.