Τι σημαίνει το sore στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sore στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sore στο Αγγλικά.

Η λέξη sore στο Αγγλικά σημαίνει που πονάει, που πονάει, πιασμένος, πληγή, θυμωμένος, έλκος κατακλίσεως, έλκος κατάκλισης, μαλακό έλκος, έρπης, που χρειάζεται απεγνωσμένα, στοματικό έλκος, σύγκαμα, πληγή από τη σέλα, που έχει συγκαεί από τη σέλα, που το χει χτυπήσει η σέλα, χάρμα οφθαλμών, τσαντίλας, βαριά καρδιά, αυτός που δεν ξέρει να χάνει, πονόλαιμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sore

που πονάει

adjective (painful, tender)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ouch! Please don't touch the bruise on my arm; it's really sore.
Άουτς! Σε παρακαλώ μην αγγίζεις τη μελανιά στο χέρι μου. Πονάει πολύ.

που πονάει

adjective (throat: enflamed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tina had a cold; her nose was running and her throat was sore.
Η Τίνα κρύωσε. Έτρεχε η μύτη της και πονούσε ο λαιμός της.

πιασμένος

adjective (muscle: aching)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Philip's legs were sore after the long run he'd been on the day before.
Τα πόδια του Φίλιπ πιάστηκαν μετά από τη μακριά διαδρομή που έτρεξε την προηγούμενη μέρα.

πληγή

noun (open skin infection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lydia had a weeping sore on her leg.
Η Λίντια είχε μια ανοιχτή πληγή στο πόδι της.

θυμωμένος

adjective (mainly US (emotions: upset) (νιώθει θυμό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ned was still sore about the trick the other boys had played on him.

έλκος κατακλίσεως, έλκος κατάκλισης

noun (bedridden person's pressure sore)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The nurses turned the patient daily to prevent him getting bed sores.

μαλακό έλκος

noun (venereal ulcer)

έρπης

noun (herpes on lip) (παθολογία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I never kiss anyone with a cold sore.

που χρειάζεται απεγνωσμένα

adjective (needing badly)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The young man smelt terrible; he was in sore need of a bath.

στοματικό έλκος

noun (oral sore)

This cream is for treating mouth ulcers.

σύγκαμα

noun (pressure sore on rider)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πληγή από τη σέλα

noun (pressure sore on horse) (άλογο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που έχει συγκαεί από τη σέλα

adjective (person: sore after riding)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που το χει χτυπήσει η σέλα

adjective (horse: sore from saddle) (άλογο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χάρμα οφθαλμών

expression (welcome after tough time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τσαντίλας

noun (US, informal ([sb] discontented and irritable) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαριά καρδιά

noun (sorrow, grief) (μεταφορικά)

It was with a sore heart that Susan said goodbye to her parents.

αυτός που δεν ξέρει να χάνει

noun (informal, pejorative ([sb] who dislikes not winning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πονόλαιμος

noun (informal (painful throat infection)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sore throats usually indicate an emerging cold.
Ο πονόλαιμος συνήθως υποδηλώνει την αρχή ενός κρυώματος.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sore στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sore

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.