Τι σημαίνει το tender στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tender στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tender στο Αγγλικά.

Η λέξη tender στο Αγγλικά σημαίνει μαλακός, τρυφερός, ευαίσθητος, τρυφερός, στοργικός, ευαίσθητος, ευαίσθητος, τρυφερός, προσφορά, βοηθητικό πλοίο, όχημα μεταφοράς, λέμβος, νόμισμα, υποβάλλω προσφορά, υποβάλλω, στικ κοτόπουλο πανέ, νομικά άκυρο χρήμα, μη αποδεκτό χρήμα, πρόσκληση υποβολής προσφορών, νόμισμα πληρωμών και συναλλαγών, νουά, αργομαγειρεμένος, δημόσιος διαγωνισμός, δημόσια προσφορά, τρυφερή ηλικία, προθεσμία υποβολής προσφοράς, τρυφερά αισθήματα, καλή καρδιά, έλεος, τρυφερή σχέση, προσφορά, καλόκαρδος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tender

μαλακός, τρυφερός

adjective (meat, food: soft, not tough)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lamb was tender and perfectly cooked.
Το αρνάκι ήταν τρυφερό και τέλεια μαγειρεμένο.

ευαίσθητος

adjective (skin: sensitive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel's arm was tender where she had bruised it the day before.
Το χέρι της Ρέιτσελ ήταν ευαίσθητο εκεί που το είχε μελανιάσει την προηγούμενη μέρα.

τρυφερός, στοργικός

adjective (kind, gentle)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Peter's tender wife comforted him when he lost his job.
Η στοργική γυναίκα του Πίτερ τον παρηγόρησε όταν έχασε τη δουλειά του.

ευαίσθητος

adjective (emotionally sensitive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Polly is a tender soul; be careful what you say to her.
Η Πόλι είναι ευαίσθητη ψυχή· πρόσεχε τι της λες.

ευαίσθητος

adjective (easily damaged)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Be careful not to expose your tender seedlings to any frosts.

τρυφερός

adjective (age: young) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The old man was shocked to hear such language coming from one of such tender years.
Ο ηλικιωμένος κύριος σοκαρίστηκε όταν άκουσε τέτοιο λεξιλόγιο από ένα άτομο σε τόσο τρυφερή ηλικία.

προσφορά

noun (bid, offer)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The firm's tender was accepted and they got the contract.

βοηθητικό πλοίο

noun (nautical: supply ship)

This ship serves as a tender to the large battleship.

όχημα μεταφοράς

noun (railroads: coal, water car)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The fireman carried through coal from the tender to feed the engine.

λέμβος

noun (dinghy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tender took the passengers out to the waiting ferry.

νόμισμα

noun (currency)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the countryside, people often do jobs for their neighbours in return for wood or vegetables, which are used as a kind of informal tender.

υποβάλλω προσφορά

(bid for a contract)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There are several firms tendering for this contract.

υποβάλλω

transitive verb (formal (offer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The young man tendered his thanks for the kindness the family had shown him. Olivia had had enough of her job and tendered her resignation.

στικ κοτόπουλο πανέ

noun (US, usually plural (fried chicken piece)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νομικά άκυρο χρήμα, μη αποδεκτό χρήμα

noun (money that is not valid currency)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πρόσκληση υποβολής προσφορών

noun (business: call for bidders)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
An invitation to tender is an efficient and fair way to select contractors.

νόμισμα πληρωμών και συναλλαγών

noun (money: valid currency)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A lot of people mistakenly believe that Scottish banknotes aren't legal tender in England. Though they're very uncommon, $2 bills are in fact legal tender in the US.

νουά

noun (slow-cooked chuck steak)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αργομαγειρεμένος

adjective (chuck steak: slow cooked)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δημόσιος διαγωνισμός

noun (open bid for business)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Bids to construct the new stadium went out to public tender.

δημόσια προσφορά

noun (open bid for business)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τρυφερή ηλικία

noun (youth)

Mozart first performed for European royalty at the tender age of six.

προθεσμία υποβολής προσφοράς

noun (deadline for a financial bid)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τρυφερά αισθήματα

plural noun (affection)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
He put all his most tender feelings in a letter to her.

καλή καρδιά

noun (kind nature, compassion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her tender heart had won her many friends in the slum district.

έλεος

plural noun (discretion or compassion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τρυφερή σχέση

noun (discretion or compassion)

προσφορά

noun (bid to buy stocks)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλόκαρδος

adjective (kind and compassionate)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tender στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tender

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.