Τι σημαίνει το sorry στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sorry στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sorry στο Αγγλικά.

Η λέξη sorry στο Αγγλικά σημαίνει συγγνώμη, συγγνώμη, λυπάμαι, λυπάμαι, λυπάμαι, αξιοθρήνητος, δυσάρεστος, ακατάλληλος, Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε., αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις, λυπάμαι, συμπονώ, συγγνώμη, κρίμα, Συλλυπητήρια, συγγνώμη, λυπάμαι, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ, λυπάμαι τον εαυτό μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sorry

συγγνώμη

interjection (Excuse me)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sorry! I didn't mean to bump into you.
Συγγνώμη! Δεν ήθελα να πέσω πάνω σας!

συγγνώμη

interjection (please repeat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sorry? I didn't hear you.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πώς είπατε; Μπορείτε να επαναλάβετε την ερώτησή σας παρακαλώ;

λυπάμαι

interjection (You are wrong)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sorry, but you are not quite right in your thinking there.
Με συγχωρείς, αλλά δεν έχεις δίκιο σε αυτό που σκέφτεσαι εδώ.

λυπάμαι

adjective (sympathetic)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm sorry to hear you're sick.
Λυπάμαι που μαθαίνω ότι είσαι άρρωστη.

λυπάμαι

adjective (regretful)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm sorry that I didn't tell you earlier.
Συγγνώμη που δεν στο είπα νωρίτερα.

αξιοθρήνητος

adjective (pitiable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
James is in a sorry state now; I hope he starts feeling better soon. // The farmer's sorry mount looked as if it was on its last legs.
Ο Τζέιμς είναι σε οικτρή κατάσταση τώρα. Ελπίζω να νιώσει καλύτερα σύντομα.

δυσάρεστος

adjective (sad, dismal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was a sorry sight to see my old home in ruins. If these financial troubles lead to the factory closing down, that will be a sorry day.

ακατάλληλος

adjective (useless, poor)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
That is a sorry set of tools. You need a decent set.

Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.

expression (informal (It's wise to take precautions.) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις

(regret [sth])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I feel sorry that I am unable to help her further.
Αισθάνομαι άσχημα που δεν μπορώ να τη βοηθήσω περισσότερο.

λυπάμαι, συμπονώ

verbal expression (feel pity, sympathy for [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I feel sorry for the people who tried so hard but still didn't win.
Λυπάμαι τους ανθρώπους που προσπάθησαν πολύ, αλλ' όμως δεν κέρδισαν.

συγγνώμη

interjection (apology)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am sorry, I made a mistake.

κρίμα

interjection (I offer my sympathy)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Συλλυπητήρια

interjection (formal (condolences)

I'm sorry for your loss; your father will be missed by all who knew him.

συγγνώμη

interjection (informal (I apologize)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm sorry for breaking your favorite lamp!
Συγγνώμη που έσπασα το αγαπημένο σας φωτιστικό!

λυπάμαι

interjection (informal (I offer my sympathy)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I am sorry for your loss.
Λυπάμαι για την απώλειά σας.

ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ

verbal expression (apologize to [sb] for [sth] done)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λυπάμαι τον εαυτό μου

adjective (self-pitying)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There's no point in feeling sorry for yourself; you just have to move on with your life. The stray dog looked so sorry for himself that Sue's heart melted, and she took him home with her.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sorry στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του sorry

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.