Τι σημαίνει το stand on στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stand on στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stand on στο Αγγλικά.

Η λέξη stand on στο Αγγλικά σημαίνει σηκώνομαι, στέκομαι, είμαι, θέση, στάση, πάγκος, ορθοστασία, αντίσταση, εξέδρα, βάση, κρεμάστρα, θήκη, έδρανο, κερκίδα, είμαι σε θέση να κάνω κτ, στέκομαι, στέκομαι, ισχύω, είμαι, είμαι, βρίσκομαι, λιμνάζω, κατεβαίνω, είμαι, στέκομαι, στέκομαι σε κτ, πατάω σε κτ, στήνω, -, αντέχω, υπομένω, αντέχω, κερνάω, μπορώ να ανεχτώ, αντιτίθεμαι σε κτ, μένω/κάθομαι άπρακτος, κάνω στην άκρη, παραμερίζω, κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, υποστηρίζω, είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου, επιμένω σε κτ, παραιτούμαι, κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυρα, παύω να είμαι σε ετοιμότητα, σημαίνω, υποστηρίζω, ανέχομαι, υποστηρίζω, αντικαθιστώ/αναπληρώνω προσωρινά, αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, μένω σε απόσταση, ξεχωρίζω, διακρίνομαι, ξεχωρίζω, επιστατώ, επιτηρώ, εποπτεύω, είμαι σε επιφυλακή, στήνω, αντιστέκομαι σε κπ/κτ, αντέχω, ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ, αντέχω, κρατάω, διατηρούμαι, αντέχω υπό, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι πλάι σε κπ, δεν έχω αποδείξεις, μου σηκώνεται η τρίχα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stand on

σηκώνομαι

intransitive verb (rise)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Please stand for the national anthem.
Παρακαλώ σηκωθείτε για τον εθνικό ύμνο.

στέκομαι

intransitive verb (be on your feet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The guard stands all day.
Ο φρουρός στέκεται όρθιος όλη την ημέρα.

είμαι

intransitive verb (position on issue)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
I stand in favour of the new law.
Τάσσομαι υπέρ του νέου νόμου.

θέση, στάση

noun (determined position)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The professor's stand on the issue is clear.
Η θέση (or: στάση) του καθηγητή σε αυτό το θέμα είναι ξεκάθαρη.

πάγκος

noun (booth, stall)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The boys opened a lemonade stand.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης.Ο πωλητής έστησε τον πάγκο με τα πράγματα του.

ορθοστασία

noun (act of standing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There were no seats on the bus, so it looked like she was in for a long stand.

αντίσταση

noun (final defence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The soldiers made their stand at the river.

εξέδρα

noun (raised platform)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The speaker stepped onto the stand.

βάση

noun (support)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The conductor placed the sheet music on the stand.

κρεμάστρα

noun (coat rack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Place your raincoats on the stand by the door.

θήκη

noun (umbrella rack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Many stores have a stand for wet umbrellas.

έδρανο

noun (witness box)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He was afraid to take the stand and testify.
Φοβόταν να ανέβει στο έδρανο και να καταθέσει.

κερκίδα

plural noun (bleachers: spectators' seating)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fans were sitting on the stands.

είμαι σε θέση να κάνω κτ

verbal expression (be in a position)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The investor stood to make a fortune on the deal.

στέκομαι

intransitive verb (be erect)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The dog stood on its hind legs.

στέκομαι

intransitive verb (place yourself)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The referee stood between the fighters.

ισχύω

intransitive verb (remain in effect)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The judge determined that the law stands.

είμαι

intransitive verb (measure)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Agnes stands five feet without her shoes.
Η Άγκνες είναι 1,52 χωρίς τα παπούτσια της.

είμαι

intransitive verb (be in a situation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I stand corrected.

βρίσκομαι

intransitive verb (be situated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The bank stands at the corner of Main and Rush streets.

λιμνάζω

intransitive verb (stagnate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The water has been standing in the puddle a long time.

κατεβαίνω

intransitive verb (be a candidate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lorraine is standing in the upcoming local elections.

είμαι, στέκομαι

intransitive verb (be a certain way)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The spectators stood amazed at the dancer's skill.

στέκομαι σε κτ, πατάω σε κτ

(tread upon)

Don't stand on that chair; you'll fall.

στήνω

transitive verb (set upright)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children stood the dominoes on end.

-

transitive verb (submit to) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He stood trial for murder.
Δικάστηκε για φόνο.

αντέχω, υπομένω

transitive verb (endure without yielding)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veronica stood the torture bravely.

αντέχω

transitive verb (tolerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tallinn is a beautiful city to visit, if you can stand the sub-zero temperatures.

κερνάω

transitive verb (informal (treat, pay for)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Will you stand me a drink?

μπορώ να ανεχτώ

phrasal verb, transitive, inseparable (be able to tolerate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I hope that noise stops soon - I don't think I can stand it much longer!
Ελπίζω αυτό ο θόρυβος να σταματήσει σύντομα. Δε νομίζω πως θα μπορέσω να τον ανεχτώ για πολύ ακόμη!

αντιτίθεμαι σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (resist, oppose)

μένω/κάθομαι άπρακτος

phrasal verb, intransitive (do nothing, remain idle)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He stands around talking instead of doing his work.

κάνω στην άκρη, παραμερίζω

phrasal verb, intransitive (move to let [sb] past) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was told to stand aside to let the ambulance pass.

κάνω στην άκρη, παραδίδω τα ηνία

phrasal verb, intransitive (figurative (allow [sb] else to take charge) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I will stand aside if anyone else wants the job.

οπισθοχωρώ, υποχωρώ

phrasal verb, intransitive (retreat, stay at a distance)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It is important to stand back from a fire so you do not get burned.

υποστηρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (vouch for the trustworthiness of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι σε επιφυλακή, είμαι σε ετοιμότητα

phrasal verb, intransitive (be ready and waiting)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I'll be standing by to catch you if you fall.
Θα είμαι σε ετοιμότητα για να σε πιάσω αν πέσεις.

είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου

phrasal verb, transitive, inseparable (help or support) (μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The politician's wife stood by him when he was accused of misusing public funds.
Η σύζυγος του πολιτικού ήταν δίπλα του όταν κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημόσιου χρήματος.

επιμένω σε κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (remain firm about [sth] said)

I stand by my decision to sack Richard; it was the right thing to do.

παραιτούμαι

phrasal verb, intransitive (resign)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'd like to announce that I'm standing down as director of the company.
Θα ήθελα να ανακοινώσω ότι αποσύρομαι από διευθυντής της εταιρείας.

κατεβαίνω από το εδώλιο του μάρτυρα

phrasal verb, intransitive (witness: leave stand)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Once I finished giving my testimony, the judge told me I could stand down.
Μόλις τελείωσα με την κατάθεσή μου ο δικαστής μου είπε ότι μπορούσα να κατέβω από το εδώλιο του μάρτυρα.

παύω να είμαι σε ετοιμότητα

phrasal verb, intransitive (troops: go off duty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After the military exercise, the soldiers were ordered to stand down.

σημαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (be short for)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The "U" in USA stands for "united".
Το «Η» στη λέξη ΗΠΑ σημαίνει «ηνωμένες».

υποστηρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (represent) (άποψη, θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This party stands for fair pay and workers' rights.
Οι θέσεις του κόμματος είναι η δίκαιη αμοιβή και τα δικαιώματα των εργαζομένων.

ανέχομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (tolerate, accept)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I won't stand for any more of Richard's racist comments.
Δεν θα ανεχτώ άλλα από τα ρατσιστικά σχόλια του Ρίτσαρντ.

υποστηρίζω

phrasal verb, transitive, inseparable (US (advocate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I will stand for you whatever happens, you can rely on me.
Θα σε υποστηρίξω ο,τι και να γίνει, μπορείς να βασιστείς πάνω μου.

αντικαθιστώ/αναπληρώνω προσωρινά

phrasal verb, intransitive (replace [sb] temporarily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda is standing in while the usual secretary is ill.
Η Λίντα αναπληρώνει προσωρινά την κανονική γραμματέα για όσο είναι άρρωστη.

αντικαθιστώ

(replace [sb] temporarily)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Your teacher had an emergency so I will stand in for her for this class.
Στην καθηγήτριά σας προέκυψε κάτι έκτακτο. Γι' αυτό, λοιπόν, θα την αντικαταστήσω εγώ.

υποκαθιστώ

(be a substitute for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trying to explain the accident to his friends in the bar, Gavin used the beer glass to stand in for the car and the mat to stand in for the pedestrian.
Στο μπαρ, ο Γκάβιν προσπάθησε να εξηγήσει στους φίλους του το ατύχημα. Χρησιμοποίησε, λοιπόν, το ποτήρι της μπίρας, για να υποκαταστήσει το αυτοκίνητο και το σουβέρ για να υποκαταστήσει τον πεζό.

μένω σε απόσταση

phrasal verb, intransitive (keep at a distance)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The girls stood off to the side.
Τα κορίτσια έκαναν στην άκρη κι έμειναν σε απόσταση.

ξεχωρίζω, διακρίνομαι

phrasal verb, intransitive (be noticeable)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Wow, those bright colors really stand out.
Πωπω, αυτά τα λαμπερά χρώματα ξεχωρίζουν πραγματικά.

ξεχωρίζω

phrasal verb, intransitive (be remarkable)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Of all the applicants for the job, there was one who really stood out.
Απ' όλους όσους έκαναν αίτηση για τη δουλειά υπήρχε ένας υποψήφιος που πραγματικά ξεχώριζε.

επιστατώ, επιτηρώ, εποπτεύω

phrasal verb, transitive, inseparable (oversee)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι σε επιφυλακή

phrasal verb, intransitive (military: be ready for attack)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

στήνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (fail to meet for date) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We were supposed to meet outside the restaurant but he stood me up.
Υποτίθεται ότι θα συναντιόμασταν έξω από το εστιατόριο, αλλά με έστησε.

αντιστέκομαι σε κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (oppose actively)

We must stand up against racism.

αντέχω

phrasal verb, transitive, inseparable (withstand: wear, stress) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Concrete construction is used in the tropics because it will stand up against hurricanes and insects.

ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (confront)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kate stood up to the bully by telling her loudly to stop.
Η Κέιτ όρθωσε το ανάστημά της στον τραμπούκο λέγοντάς του δυνατά να σταματήσει.

αντέχω, κρατάω, διατηρούμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (withstand: wear, stress)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They ran many trials to ensure the fabric would stand up to the extreme weather conditions.
Κάνουν πολλές δοκιμές για να βεβαιωθούν ότι το ύφασμα θα αντέξει τις ακραίες καιρικές συνθήκες.

αντέχω υπό

phrasal verb, transitive, inseparable (withstand: scrutiny, etc.)

είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι πλάι σε κπ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (show solidarity with) (μτφ: συμπαράσταση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

δεν έχω αποδείξεις

verbal expression (figurative (have no support for a claim, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου σηκώνεται η τρίχα

verbal expression (frighten [sb]) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That guy was so creepy, he made my hair stand on end.
Αυτός ο τύπος είναι τόσο ανατριχιαστικός που μου σηκώνεται η τρίχα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stand on στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stand on

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.