Τι σημαίνει το leg στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης leg στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του leg στο Αγγλικά.

Η λέξη leg στο Αγγλικά σημαίνει πόδι, πόδι, μπούτι, πόδι, μπατζάκι, σκέλος, σκέλος, μέρος, σκέλος, ο κούκος αηδόνι, καλή επιτυχία, κοστίζω μια περιουσία, τελικό σκέλος, παίρνω το πάνω χέρι, δεν έχω αποδείξεις, έχω το πλεονέκτημα σε σχέση με κπ, πίσω πόδια, πλεονεκτώ, κράμπα στο πόδι, την κοπανάω, το βάζω στα πόδια, το βάζω στα πόδια, τρέχω, αρνίσιο μπούτι, μπούτι, χώρος για τα πόδια, ώθηση, βοήθεια, γκέτα, πλακατζής, πλακατζού, που σχετίζεται με φάρσα ή γίνεται για φάρσα, μπατζάκι, τεχνητό πόδι, ξύλινο πόδι, άνθρωπος με τεχνητό πόδι, χοιρινό μπούτι, πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύω, Βιάσου!, φλυαρώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης leg

πόδι

noun (person's lower limb)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My leg is hurting after the long race.
Το πόδι μου πονάει μετά τον αγώνα δρόμου.

πόδι

noun (animal's limb)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The dog stood up on its hind legs.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν είναι φοβισμένα, τα σκυλιά βάζουν την ουρά ανάμεσα στα σκέλια τους.

μπούτι

noun (poultry: portion of leg meat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She put down her cutlery, picked up the chicken leg and ate it with her hands.
Άφησε τα μαχαιροπήρουνα, έπιασε το μπούτι και το έφαγε με τα χέρια.

πόδι

noun (table support)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
One leg of that table is shorter than the others.
Το ένα πόδι αυτού του τραπεζιού είναι κοντύτερο από τα άλλα.

μπατζάκι

noun (clothing: leg part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have a rip in the leg of my trousers.
Έχω ένα σχίσιμο στο μπατζάκι του παντελονιού μου.

σκέλος

noun (portion of a course of travel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The second leg of the flight is from Paris to Milan.
Το δεύτερο σκέλος της πτήσης είναι από το Παρίσι στο Μιλάνο.

σκέλος, μέρος

noun (sports: section of a race)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Our fastest runner will run the last leg of the race.
Ο γρηγορότερος δρομέας μας θα τρέξει στο τελευταίο σκέλος του αγώνα.

σκέλος

noun (side of a triangle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The legs of a right-angled triangle are shorter than the hypotenuse. An isosceles triangle is a triangle with two legs of equal length.

ο κούκος αηδόνι

noun (slang, figurative (high price, high cost) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No, the price is too high - he wants an arm and a leg for that old car.
Όχι, η τιμή είναι πολύ υψηλή - θέλει τη μάνα του και τον πατέρα του γι' αυτό το παλιάμαξο.

καλή επιτυχία

interjection (figurative, slang (to performer: good luck)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
As he left the dressing room his fellow actors shouted "Break a leg!"
Καθώς έφευγε από το καμαρίνι οι άλλοι ηθοποιοί του θιάσου φώναξαν «Καλή επιτυχία!»

κοστίζω μια περιουσία

verbal expression (slang, figurative (be expensive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελικό σκέλος

noun (last stretch: of a race, etc.) (αγώνες, κτλ)

παίρνω το πάνω χέρι

verbal expression (figurative, informal (gain an advantage) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω αποδείξεις

verbal expression (figurative (have no support for a claim, etc.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω το πλεονέκτημα σε σχέση με κπ

verbal expression (figurative, informal (have an advantage: over [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She's got a leg up on most of the kids in the team, as her dad's a professional player.

πίσω πόδια

plural noun (animal: rear limbs) (ζώα)

My dog can stand up and walk on his hind legs.

πλεονεκτώ

verbal expression (figurative, informal (stay ahead)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κράμπα στο πόδι

noun (spasm in the leg muscles)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

την κοπανάω, το βάζω στα πόδια

verbal expression (UK, slang (run away, escape) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The thief legged it out of the jewellery shop to avoid being arrested by the police.

το βάζω στα πόδια, τρέχω

verbal expression (UK, slang (run, hurry) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We're going to have to leg it if we want to catch the 2 o'clock bus.

αρνίσιο μπούτι

noun (meat: leg joint of young sheep)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Roast leg of lamb is delicious with new potatoes and mint sauce.

μπούτι

noun (poultry cut: thigh and drumstick) (πουλερικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The leg quarters are usually the most economical cut when you need to feed a large group.

χώρος για τα πόδια

noun (space to move one's legs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let´s sit in the emergency exit row, because there´s more leg room there.

ώθηση

noun (physical boost upward)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βοήθεια

noun (figurative (help, advantage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γκέτα

noun (usually plural (woolly leg garment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Leg warmers were all the rage in the 80s.

πλακατζής, πλακατζού

noun (playing practical jokes)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

που σχετίζεται με φάρσα ή γίνεται για φάρσα

adjective (relating to playing practical jokes)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μπατζάκι

(pair of pants: leg)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τεχνητό πόδι, ξύλινο πόδι

noun (informal (false leg made of wood)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pirate had a peg leg as well as an eye patch.
Ο πειρατής είχε ξύλινο πόδι και φορούσε κάλυμμα στο μάτι του.

άνθρωπος με τεχνητό πόδι

noun (informal, pejorative (person with a wooden leg)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χοιρινό μπούτι

noun (meat: leg of a pig)

πειράζω, δουλεύω, κοροϊδεύω

verbal expression (figurative, informal (tease) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stop pulling my leg - I know perfectly well what you're up to!

Βιάσου!

interjection (informal, figurative (Hurry up!) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φλυαρώ

verbal expression (informal, figurative (talk a lot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't get Ray started; he'll talk the hind leg off a donkey, if you give him the chance.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του leg στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του leg

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.