Τι σημαίνει το stand up στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης stand up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stand up στο Αγγλικά.

Η λέξη stand up στο Αγγλικά σημαίνει σηκώνομαι, σηκώνω, στήνω, σε σταντ-απ, σε stand up, σε stand up comedy, σταντ-απ, stand up, stand up comedy, αντιστέκομαι σε κπ/κτ, αντέχω, ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ, αντέχω, κρατάω, διατηρούμαι, αντέχω υπό, δεν αντέχω, δεν στέκω, ορθώνω το ανάστημά μου, υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα, υπερασπίζομαι, υπερασπίζομαι τον εαυτό μου, κωμικός στάνταπ, κωμωδία στάνταπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης stand up

σηκώνομαι

(rise to your feet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I was at school we had to stand up each time a teacher entered the classroom. Please stand up to greet the President.
Όταν πήγαινα σχολείο, έπρεπε να σηκωνόμαστε όρθιοι κάθε φορά που έμπαινε στην τάξη ένας δάσκαλος. Παρακαλώ σηκωθείτε όρθιοι για να χαιρετίσετε τον Πρόεδρο.

σηκώνω

(place upright)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I knocked the vase over and had to stand it up again.
Έριξα το βάζο και έπρεπε να το σηκώσω πάλι όρθιο.

στήνω

phrasal verb, transitive, separable (informal (fail to meet for date) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We were supposed to meet outside the restaurant but he stood me up.
Υποτίθεται ότι θα συναντιόμασταν έξω από το εστιατόριο, αλλά με έστησε.

σε σταντ-απ, σε stand up, σε stand up comedy

adjective (comedian: telling jokes live) (για ηθοποιό, κωμικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταντ-απ, stand up, stand up comedy

noun (informal (comedy: live joketelling)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Steve Martin was known for his stand-up before he started appearing in movies.

αντιστέκομαι σε κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (oppose actively)

We must stand up against racism.

αντέχω

phrasal verb, transitive, inseparable (withstand: wear, stress) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Concrete construction is used in the tropics because it will stand up against hurricanes and insects.

ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ

phrasal verb, transitive, inseparable (confront)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kate stood up to the bully by telling her loudly to stop.
Η Κέιτ όρθωσε το ανάστημά της στον τραμπούκο λέγοντάς του δυνατά να σταματήσει.

αντέχω, κρατάω, διατηρούμαι

phrasal verb, transitive, inseparable (withstand: wear, stress)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
They ran many trials to ensure the fabric would stand up to the extreme weather conditions.
Κάνουν πολλές δοκιμές για να βεβαιωθούν ότι το ύφασμα θα αντέξει τις ακραίες καιρικές συνθήκες.

αντέχω υπό

phrasal verb, transitive, inseparable (withstand: scrutiny, etc.)

δεν αντέχω, δεν στέκω

verbal expression (figurative (not withstand scrutiny, etc.) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
David's lies won't stand up in court.
Τα ψέματά του δε θα σταθούν στο δικαστήριο.

ορθώνω το ανάστημά μου

verbal expression (figurative (express opinion) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't just sit there complaining to your friends – stand up and be counted! Those that had the courage to stand up and be counted were arrested.

υπερασπίζομαι, διεκδικώ δικαιώματα

verbal expression (figurative (defend [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Johnston was a hero who stood up for his fellow captors without regard for his own safety.

υπερασπίζομαι

verbal expression (figurative (advocate [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Martin Luther King Jr. stood up for the rights of African Americans.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ο νεότερος υπερασπίστηκε τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών.

υπερασπίζομαι τον εαυτό μου

verbal expression (defend yourself)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Suzie has to learn to stand up for herself.

κωμικός στάνταπ

noun (performer: tells jokes)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κωμωδία στάνταπ

noun (telling jokes to an audience)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stand up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του stand up

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.