Τι σημαίνει το staff στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης staff στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του staff στο Αγγλικά.

Η λέξη staff στο Αγγλικά σημαίνει προσωπικό, ραβδί, στελεχώνω, ραβδί, γκλίτσα, αγκλίτσα, προσωπικό, πεντάγραμμο, διοικητικό προσωπικό, μεσίστια, προσωπικό σε μπαρ, προσωπικό κατασκήνωσης, Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου, υπεύθυνος πολιτικού γραφείου, προσωπάρχης, προπονητές, εκπαιδευτές, εκπαιδεύτριες, υπηρετικό προσωπικό, προσωπικό γηπέδου, προσωπικό εδάφους, μεσίστιος, προσωπικό ξενοδοχείου, Joint Chief of Staff, μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου, διευθυντικό προσωπικό, μέλος του προσωπικού, προσωπικό γραφείου, αξιολόγηση προσωπικού, κυλικείο για το προσωπικό, συνέλευση προσωπικού, συνάντηση προσωπικού, μέλος προσωπικού, νοσοκόμος, αρχισμηνίας, αρχιλοχίας, αρχικελευστής, εκπαίδευση προσωπικού, κατάρτιση προσωπικού, μόνιμος συντάκτης, μόνιμη συντάκτρια, δωμάτιο προσωπικού, γραφείο των δασκάλων, προσωπικό υποστήριξης, ορκωτό προσωπικό, εκπαιδευτικό προσωπικό, επισκέπτης καθηγητής, επισκέπτρια καθηγήτρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης staff

προσωπικό

noun (invariable (personnel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The company is planning to hire new staff soon. How many staff are there in total at your school?

ραβδί

noun (walking stick)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The pilgrim walked with a staff.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο παππούς μου περπατούσε με μπαστούνι.

στελεχώνω

transitive verb (provide with personnel) (εταιρεία κλπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They staffed the company with temporary workers.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Θα στείλουν μια διμοιρία να επανδρώσει το φυλάκιο.

ραβδί

noun (rod)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Yoruba people use a diviner's staff in some rituals.
Οι Γιορούμπα χρησιμοποιούν ένα μαγικό ραβδί σε ορισμένα τελετουργικά.

γκλίτσα, αγκλίτσα

noun (shepherd's crook)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shepherd used his staff to guide his sheep.

προσωπικό

noun (military: command)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The general's staff takes care of administrative issues.

πεντάγραμμο

noun (musical notation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The composer corrected the note on the musical staff.

διοικητικό προσωπικό

noun (team of clerical workers)

μεσίστια

adverb (flag: flying low)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

προσωπικό σε μπαρ

noun (personnel serving drinks)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προσωπικό κατασκήνωσης

noun (US (employees of a summer camp)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The camp staff was mostly made up of high school and college students.

Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου

noun (military officer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπεύθυνος πολιτικού γραφείου

noun (politician's aide)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
The U.S. President’s Chief of Staff is a very powerful position, sometimes dubbed “The Second-Most Powerful Man in Washington”.

προσωπάρχης

noun (head of any staff group)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

προπονητές

plural noun (sportspeople: trainers)

After the team's dismal record this year the owners fired 80% of the coaching staff.

εκπαιδευτές, εκπαιδεύτριες

plural noun (employees: train others) (ανάλογα την περίπτωση)

υπηρετικό προσωπικό

noun (also npl (servants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The agency recruits most of its domestic staff overseas.
Το πρακτορείο προσλαμβάνει υπηρετικό προσωπικό κυρίως από το εξωτερικό.

προσωπικό γηπέδου

noun (employees at sports ground)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The ground staff are preparing the pitch for the football match.

προσωπικό εδάφους

noun (employees at airport)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The ground staff at the airport are used to dealing with delayed flights.

μεσίστιος

noun (flag position: low)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσωπικό ξενοδοχείου

noun (also npl (employees of a hotel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The hotel staff were extremely friendly and helpful.

Joint Chief of Staff

noun (US, usually plural (military officer) (αξίωμα στρατού ΗΠΑ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μάγειροι, προσωπικό κουζίνας εστιατορίου

noun (also npl (chef, cooks, etc. employed in a kitchen)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Kitchen staff must be scrupulous about hygiene because they handle food. Kitchen staff must be scruplulous about hygiene because they handle food.
Το προσωπικό μιας κουζίνας εστιατορίου πρέπει να είναι σχολαστικό με την υγιεινή, αφού όλα τα τρόφιμα περνάνε από τα δικά τους χέρια.

διευθυντικό προσωπικό

noun (business: senior executives)

μέλος του προσωπικού

noun (employee)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Members of staff must carry an ID card at all times.

προσωπικό γραφείου

noun (worker)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αξιολόγηση προσωπικού

noun (personnel appraisal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κυλικείο για το προσωπικό

noun (UK (company cafeteria)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συνέλευση προσωπικού, συνάντηση προσωπικού

noun (company gathering of employees)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέλος προσωπικού

noun (employee)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Staff members must serve a six-month probation period.

νοσοκόμος

noun (nurse who works on a ward)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The staff nurse from the recovery ward helped me after my surgery.

αρχισμηνίας

noun (US (US Air Force) (αεροπορία)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αρχιλοχίας

noun (US (US Army) (στρατός ξηράς)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αρχικελευστής

noun (US (US Marine Corps) (ναυτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εκπαίδευση προσωπικού, κατάρτιση προσωπικού

noun (development of skills)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μόνιμος συντάκτης, μόνιμη συντάκτρια

noun (regular journalist for a newspaper)

δωμάτιο προσωπικού

noun (UK (lounge for personnel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γραφείο των δασκάλων

noun (UK (room for teachers at school) (πρωτοβάθμια εκπαίδευση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσωπικό υποστήριξης

noun (also npl (employees providing backup or assistance)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ορκωτό προσωπικό

noun (also npl (personnel working in a court of law)

εκπαιδευτικό προσωπικό

plural noun (people who teach, teachers)

επισκέπτης καθηγητής, επισκέπτρια καθηγήτρια

noun (academia: honorary lecturer)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του staff στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του staff

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.