Τι σημαίνει το rise στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rise στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rise στο Αγγλικά.

Η λέξη rise στο Αγγλικά σημαίνει αυξάνομαι, ανεβαίνω, σηκώνομαι, αύξηση, άνοδος, άυξηση, άνοδος, αύξηση, άνοδος, ανύψωση, άνοδος στάθμης, αύξηση, ανατολή, ανάπτυξη, εξέλιξη, γίνομαι τσιριχτός, γίνομαι ψιλός, ανεβαίνω, ανατέλλω, ανεβαίνω, ανεβαίνει η στάθμη, ανεβαίνω, ανέρχομαι, αυξάνομαι, φουσκώνω, ξεσηκώνομαι, φτάνω σε ύψος, σηκώνομαι, ανεγείρομαι, εμφανίζομαι, υψώνομαι, είμαι αντάξιος, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, ανεβαίνω, κινούμαι προς τα επάνω, ανέρχομαι, επαναστατώ ενάντια σε κπ/κτ, ξεσηκώνομαι ενάντια σε κπ/κτ, τσιγκλάω, δίνω αύξηση σε κπ, προκαλώ, προξενώ, ουρανοξύστης, πολυώροφος, χαμηλός, χαμηλοκάβαλος, χαμηλό κτίριο, σε άνοδο, σε άνοδο, αύξηση, αύξηση, σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από, ξεσηκώνομαι εναντίον κπ/κτ, άνοδος και πτώση, άνοδος και πτώση, Καλημερούδια!, ανέρχομαι, ανεβαίνω, ξεπροβάλλω, προβάλλω, προκύπτω, ανασταίνομαι, γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστός, δρόμος προς τη δόξα, αντιδρώ, στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, απότομη αύξηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rise

αυξάνομαι

intransitive verb (move upwards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Heat rises.
Η ζέστη αυξάνεται.

ανεβαίνω

intransitive verb (increase in value)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The stock market rose 2% today.
Το χρηματιστήριο ανέβηκε κατά 2% σήμερα.

σηκώνομαι

intransitive verb (stand up)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Will everyone please rise for the National Anthem?
Παρακαλούνται όλοι να εγερθούν για τον εθνικό ύμνο.

αύξηση, άνοδος

noun (price increase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rise in the price of gas made people angry.
Η αύξηση (or: άνοδος) της τιμής της βενζίνης εξαγρίωσε τον κόσμο.

άυξηση, άνοδος

noun (economy: increase in value)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Homeowners were happy with the rise in home values.
Οι ιδιοκτήτες κατοικιών χάρηκαν με την αύξηση της αξίας των σπιτιών.

αύξηση

noun (UK (pay raise: pay increase)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rose is too scared of her boss to ask him for a rise.

άνοδος

noun (figurative (ascension to power) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His rise to power was not expected. The rise of the Nazi party in Germany was a sad event.

ανύψωση

noun (elevation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rise in the street from east to west was barely noticeable.

άνοδος στάθμης

noun (high water level)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They worried the rise of the river would lead to flooding.

αύξηση

noun (increase in pressure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rise in gas pressure is dangerous.

ανατολή

noun (rising of moon or sun)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rise of the sun is a beautiful event.

ανάπτυξη, εξέλιξη

noun (figurative (development)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rise of the sleepy town to become a major financial centre occurred over the course of twenty years.

γίνομαι τσιριχτός, γίνομαι ψιλός

intransitive verb (voice: go higher) (πιο λεπτή φωνή)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Her voice rose when she heard the news.

ανεβαίνω

intransitive verb (tide: come in)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The tide is rising.

ανατέλλω

intransitive verb (sun, moon: come up)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The sun rises at 6:32 this morning.

ανεβαίνω

intransitive verb (figurative (spirits: improve)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Their spirits rose when they saw another ship.

ανεβαίνει η στάθμη

intransitive verb (water level: get higher)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the snow melts, the river often rises.
Όταν λιώνουν τα χιόνια, συχνά φουσκώνει το ποτάμι.

ανεβαίνω, ανέρχομαι

intransitive verb (figurative (be promoted, climb ranks) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He rose to the rank of colonel in just a few years.

αυξάνομαι

intransitive verb (salary: increase)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Salaries have risen little more than inflation.

φουσκώνω

intransitive verb (dough: leaven)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You need to let the dough rise for three hours before putting it in the oven.

ξεσηκώνομαι

intransitive verb (figurative (show opposition)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The protesters will rise in opposition if this law is passed.

φτάνω σε ύψος

intransitive verb (plants: grow)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This type of corn rises to more than six feet.
Τα σιτηρά αυτής της ποικιλίας φτάνουν σε ύψος τα έξι πόδια και περισσότερο.

σηκώνομαι

intransitive verb (get out of bed) (από το κρεβάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I rose at 7 AM to make coffee.

ανεγείρομαι

intransitive verb (be constructed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
In the 1950s, tower blocks rose all over the city.

εμφανίζομαι

intransitive verb (become prominent)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A blister rose on her finger after she burned it on the kettle.

υψώνομαι

intransitive verb (extend upward)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The buildings in New York seem to rise into the clouds.

είμαι αντάξιος

intransitive verb (prove adequate)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The star basketball player rises to the occasion for important games.

ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερβαίνω

phrasal verb, transitive, inseparable (figurative (be unaffected by)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prudence hoped she could rise above the petty gossip and narrow-minded behavior of those in the neighborhood.

ανεβαίνω, κινούμαι προς τα επάνω, ανέρχομαι

phrasal verb, intransitive (move upwards)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The morning sun sweetly convinces the flowers to rise up and greet it.
Ο πρωινός ήλιος πείθει γλυκά τα λουλούδια να κινηθούν προς τα επάνω και να τον χαιρετίσουν.

επαναστατώ ενάντια σε κπ/κτ, ξεσηκώνομαι ενάντια σε κπ/κτ

(figurative (revolt, protest)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The oppressed people will rise up against their autocratic government.
Ο καταπιεσμένος λαός θα ξεσηκωθεί ενάντια στην απολυταρχική κυβέρνηση.

τσιγκλάω

verbal expression (informal (provoke: [sb]) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He's just making faces to get a rise out of you.

δίνω αύξηση σε κπ

verbal expression (informal (increase [sb]'s pay)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προκαλώ, προξενώ

verbal expression (cause)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lack of food gave rise to riots.
Η έλλειψη τροφής πυροδότησε εξεγέρσεις.

ουρανοξύστης

noun (multi-story block: of flats, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A lot of the high-rises that were built in the 1960s have now been demolished.

πολυώροφος

adjective (building: multi-storey)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kenny lives downtown in a high-rise apartment building.

χαμηλός

adjective (building: short)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλοκάβαλος

adjective (pants: low waistband) (παντελόνι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαμηλό κτίριο

noun (building)

σε άνοδο

adjective (increasing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Job growth is on the rise this year.

σε άνοδο

adjective (figurative (improving)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αύξηση

noun (increase in wages, salary)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Staff are expected to settle for a pay rise of around 1%.

αύξηση

noun (US, informal (pay rise: increase in pay)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He got a raise of 4%.
Του έδωσαν 4% αύξηση.

σηκώνομαι πάνω από, υψώνομαι πάνω από

(be higher than)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dawn occurs when the sun rises above the horizon.

ξεσηκώνομαι εναντίον κπ/κτ

(resist, protest against) (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The slaves plan to rise against their masters.

άνοδος και πτώση

noun (literal (undulating motion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Watching the rise and fall of the waves made him ill.

άνοδος και πτώση

noun (figurative (success and subsequent failure) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The rise and fall of the Roman empire has been well documented.

Καλημερούδια!

interjection (get out of bed) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rise and shine! It's six o'clock and you have to get ready for school.

ανέρχομαι, ανεβαίνω, ξεπροβάλλω, προβάλλω, προκύπτω

(emerge from)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The mythological bird, the phoenix, was said to rise from its ashes.
Ο φοίνικας, το πουλί της μυθολογίας, λέγεται πως ξεπρόβαλλε από τις στάχτες του.

ανασταίνομαι

verbal expression (come back to life, be resurrected)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γίνομαι διάσημος, γίνομαι γνωστός

verbal expression (become well known and popular)

δρόμος προς τη δόξα

noun (becoming well known and popular) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντιδρώ

verbal expression (figurative (give in to provocation)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων

verbal expression (be equal to a task)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων

verbal expression (meet a challenge)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When facing a difficult problem, try to rise to the occasion and face it directly.

απότομη αύξηση

noun (sudden and dramatic increase)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rise στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του rise

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.