Τι σημαίνει το pit στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pit στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pit στο Αγγλικά.

Η λέξη pit στο Αγγλικά σημαίνει τρύπα, λατομείο, ορυχείο, λακκούβα, βαθούλωμα, κουκούτσι, αρένα, πιτ, χάλι, βγάζω το κουκούτσι, αφαιρώ του κουκούτσι, αφήνω σημάδια σε κτ, κελιά αρκούδων, διαμερίσματα αρκούδων, ανικανοποίητος, ακόρεστος, μαύρη τρύπα, εστία φωτιάς, εστία φωτιάς, που τρώει τα λεφτά, μπροστινές σειρές, κουκούτσι ελιάς, επιφανειακός, χώρος της ορχήστρας, βάζω κπ να αγωνιστεί με κπ, πιτ μπουλ τεριέ, πιτ μπουλ, εξωτερική τουαλέτα, υπαίθρια τουαλέτα, πιτ στοπ, πιτ στοπ, κροταλίνα, ρυθμικό χτύπημα, σκάμμα με άμμο, τόπος αμμοληψίας, μπουρδέλο, ψυχιατρική κλινική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pit

τρύπα

noun (hole in ground)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The pit went down a long way.
Η τρύπα είχε πολύ μεγάλο βάθος.

λατομείο

noun (quarry)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The workers were blasting rocks in the pit.
Οι εργάτες ανατίναζαν βράχους στο λατομείο.

ορυχείο

noun (mine)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A lot of Welshmen found themselves out of work when the pits closed in the 1980s.
Πολλοί Ουαλοί βρέθηκαν χωρίς δουλειά όταν έκλεισαν τα ορυχεία τη δεκαετία του ογδόντα.

λακκούβα

noun (depression in surface)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This road is full of bumps and pits.
Αυτός ο δρόμος είναι γεμάτος βουναλάκια και λακκούβες.

βαθούλωμα

noun (small scar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ben's face is covered in pits from the acne he had as a teenager.
Το πρόσωπο του Μπεν είναι γεμάτο ανάγλυφα σημάδια από την ακμή που είχε ως έφηβος.

κουκούτσι

noun (US (stone: fruit seed)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Careful, those cherries still have pits.
Προσοχή, αυτά τα κεράσια έχουν ακόμα κουκούτσια.

αρένα

noun (enclosed area for fights)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The two dogs were in the pit, being held back by their owners before the fight.

πιτ

noun (motor racing) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The driver has pulled into the pit so the car can be refuelled.

χάλι

plural noun (figurative, slang ([sth] unpleasant)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
I hate this job; it's the pits.

βγάζω το κουκούτσι, αφαιρώ του κουκούτσι

transitive verb (US (fruit: remove pit)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pit the plums, cut them in half, and arrange them in the flan case.

αφήνω σημάδια σε κτ

transitive verb (mark with indents)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The constant passage of the truck had pitted the country lane.

κελιά αρκούδων, διαμερίσματα αρκούδων

noun (bear enclosure in zoo, etc.) (σε ζωολογικό κήπο)

ανικανοποίητος, ακόρεστος

noun (informal, figurative (person: never sated)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Have lots of food on hand, he's a bottomless pit.
Να έχεις πολύ φαγητό εύκαιρο, είναι ακόρεστος.

μαύρη τρύπα

noun (informal, figurative (thing: absorbs money, effort) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εστία φωτιάς

noun (hole in ground where fire is made)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εστία φωτιάς

noun (container fire is made in)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που τρώει τα λεφτά

noun (figurative, informal ([sth] continually costing money) (μτφ, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He bought a cheap house which ended up being a money pit.

μπροστινές σειρές

noun (informal (area where music fans dance aggressively)

κουκούτσι ελιάς

noun (stone inside an olive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Watch out for olive pits when eating--they can chip a tooth.

επιφανειακός

adjective (mining) (ορυχείο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χώρος της ορχήστρας

noun (musicians' seating)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
That dancer tripped off the stage and into the orchestra pit.

βάζω κπ να αγωνιστεί με κπ

(set to compete or fight)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This match pits the titleholder against a complete unknown.

πιτ μπουλ τεριέ, πιτ μπουλ

noun (English dog breed)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The pit bull terrier is an athletic breed.
Τα πιτ μπουλ τεριέ (or: πιτ μπουλ) είναι αθλητική ράτσα.

εξωτερική τουαλέτα, υπαίθρια τουαλέτα

noun (outdoor toilet)

πιτ στοπ

noun (motor racing: pause to refuel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιτ στοπ

noun (motor racing: place to refuel)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κροταλίνα

noun (venomous snake)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρυθμικό χτύπημα

noun (tapping sound: of rain, etc.) (φυσική πηγή, π.χ βροχή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκάμμα με άμμο

noun (UK (child's sandbox)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Two little boys played in the sandpit while their mothers watched them.

τόπος αμμοληψίας

noun (pit from which sand is dug)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't go near the sandpit; it's dangerous.
Μην πλησιάζεις το αμμωρυχείο! Είναι επικίνδυνο.

μπουρδέλο

noun (US, slang, figurative (place of pain, disorder) (μεταφορικά, αργκό, υβριστικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's no way I'm going into the snake pit that is American high school.

ψυχιατρική κλινική

noun (US, slang, figurative, pejorative (mental institution)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pit στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του pit

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.