Τι σημαίνει το gut στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης gut στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του gut στο Αγγλικά.

Η λέξη gut στο Αγγλικά σημαίνει μπάκα, κοιλιά, κότσια, ένστικτο, στομάχι, έντερο, βγάζω τα εντόσθια, καταστρέφω το εσωτερικό, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εσωτερικό, αποδεκατίζω, απογοητεύω, μπυροκοιλιά, σκίζομαι, μου βγαίνει η πίστη, μου βγαίνει το λάδι, τρελαίνομαι στο γέλιο, πεθαίνω στο γέλιο, κατουριέμαι από τα γέλια, εύκολο μάθημα, ένστικτο, προαίσθημα, ενστικτώδης αντίδραση, σπαραχτικός, σπαρακτικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης gut

μπάκα

noun (informal, literal (large belly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred hasn't been working out and is starting to develop a gut.
Φρεντ δεν γυμνάζεται και έχει αρχίσει να κάνει μπάκα.

κοιλιά

plural noun (informal (intestines)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dora had a terrible pain in her guts after eating too much spicy food.
Η Ντόρα είχε φοβερούς πόνους στην κοιλιά αφού έφαγε πολύ από το πικάντικο φαγητό.

κότσια

plural noun (figurative, slang (courage) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Climbing that cliff without a rope takes a lot of guts.
Θέλει κότσια για να σκαρφαλώσεις σε αυτό τον γκρεμό χωρίς σκοινί.

ένστικτο

noun (figurative, informal, uncountable (gut feeling: instinct)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gary followed his gut and decided not to trust the man trying to sell him something in an alley.
Ο Γκάρι ακολούθησε το ένστικτό του και αποφάσισε να μην εμπιστευθεί τον άντρα που προσπαθούσε να του πουλήσει κάτι στο σοκάκι.

στομάχι

noun (informal (stomach)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A punch to the gut left the boxer winded.
Μια γροθιά στο στομάχι άφησε τον μποξέρ χωρίς ανάσα.

έντερο

noun (intestine material)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Old violins were strung with strings made of gut.
Στα παλιά βιολιά περνούσαν χορδές φτιαγμένες από έντερα.

βγάζω τα εντόσθια

transitive verb (animal: remove intestines)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Kelly gutted the fish she had just caught.
Η Κέλι έβγαλε τα εντόσθια από το ψάρι που μόλις έπιασε.

καταστρέφω το εσωτερικό

transitive verb (figurative, often passive (building: destroy interior)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The fire gutted the whole apartment building.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (maritime passage)

Dane guided the boat through the gut.

εσωτερικό

noun (working parts of a machine)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The computer repair man pulled all the guts out of the computer.
Ο μηχανικός υπολογιστών έβγαλε όλο το εσωτερικό από τον υπολογιστή.

αποδεκατίζω

transitive verb (figurative, informal (remove essential parts) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The city had gutted the department that enforces building codes, and the fire was a result.

απογοητεύω

transitive verb (UK, informal, usually passive (cause grief or disappointment)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The hockey team were gutted by their loss in the semi-finals.

μπυροκοιλιά

noun (informal (fat stomach) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σκίζομαι, μου βγαίνει η πίστη, μου βγαίνει το λάδι

verbal expression (US, slang, figurative (try very hard) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Don't bust a gut trying to get this place tidy by lunchtime.
Μη σκιστείς να καθαρίσεις τον χώρο μέχρι το μεσημεριανό.

τρελαίνομαι στο γέλιο

verbal expression (US, figurative, slang (laugh energetically)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πεθαίνω στο γέλιο, κατουριέμαι από τα γέλια

verbal expression (US, figurative, slang (laugh energetically) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That comedian's monologue was so funny, I bust a gut laughing.

εύκολο μάθημα

noun (US, slang (school, university: easy course)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jim was busy with sports so he decided to take a bunch of gut classes this semester.
Ο Τζιμ ήταν τόσο απασχολημένος με τα σπορ που αποφάσισε αυτό το τρίμηνο να πάρει κάμποσα εύκολα μαθήματα.

ένστικτο

noun (figurative, informal, uncountable (instinct)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When it comes to choosing a house, gut feeling can be your best guide.

προαίσθημα

noun (figurative, informal, countable (instinctive impression)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have a gut feeling that something is wrong between Mitch and me.

ενστικτώδης αντίδραση

noun (informal (instinctive response)

When I first heard about the project, my gut reaction was very negative because it didn't seem practical.

σπαραχτικός, σπαρακτικός

adjective (figurative (causing emotional distress)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του gut στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του gut

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.