Τι σημαίνει το empty στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης empty στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του empty στο Αγγλικά.

Η λέξη empty στο Αγγλικά σημαίνει άδειος, αδειάζω, άδειος, άδειος, χωρίς, κούφιος, κούφιος, κενός, κενός, κούφιος, άδειος, εκβάλλω, αδειάζω, αδειάζω, αδειάζω, αδειάζω, άδεια φωλιά, σύνδρομο άδειου σπιτιού, σύνδρομο άδειας φωλιάς, γονέας που τα παιδιά του μεγάλωσαν κι έφυγαν από το σπίτι, αδειάζω, κενός χώρος, άδειος χώρος, θέση, κενό, άδειο στομάχι, ανδρείκελο, κούφια απειλή, κενή απειλή, κενές λέξεις, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, με άδεια χέρια, χωρίς κανένα κέρδος, ανόητος, μισοάδειος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης empty

άδειος

adjective (without contents) (κυρ: χωρίς περιεχόμενο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I drank all my coffee, and now my cup is empty!
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Δυστυχώς δεν υπάρχουν κενές θέσεις αυτή τη στιγμή στην εταιρεία μας.

αδειάζω

transitive verb (remove contents)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Empty that box please, I need to use it for my books.
Άδειασε αυτό το κουτί, σε παρακαλώ. Το χρειάζομαι για τα βιβλία μου.

άδειος

adjective (vacant, not in use)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We can build on the empty space beside us.
Μπορούμε να χτίσουμε στον κενό χώρο δίπλα μας.

άδειος

adjective (without people)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The driver took the empty bus back to the depot.
Ο οδηγός πήγε το κενό λεωφορείο πίσω στο αμαξοστάσιο.

χωρίς

adjective (devoid of)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
His face was empty of expression.
Το πρόσωπό της δεν είχε έκφραση.

κούφιος

adjective (superficial) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cosmetics offer the empty promise of eternal youth.
Τα καλλυντικά δίνουν την κούφια υπόσχεση της αιώνιας νεότητας.

κούφιος

adjective (without force) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It was an empty threat, as he had no authority.
Ήταν μια κούφια απειλή, καθώς δεν είχε εξουσία.

κενός

adjective (mathematics: null) (επίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The empty set has no elements.
Το κενό σύνολο δεν έχει στοιχεία.

κενός, κούφιος

adjective (frivolous) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He thought that chat shows were empty entertainment.
Θεωρούσε ότι τα τοκ σόου ήταν ευτελής διασκέδαση.

άδειος

noun (container without content)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The full ones are on the left and the empties on the right.
Τα γεμάτα είναι αριστερά και τα κενά δεξιά.

εκβάλλω

intransitive verb (waterway) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The river empties into the gulf.
Ο ποταμός χύνεται στον κόλπο.

αδειάζω

intransitive verb (become empty)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As the water leaks out, the bath will eventually empty.
Καθώς το νερό ρέει προς τα κάτω, η μπανιέρα θα αδειάσει.

αδειάζω

transitive verb (unload)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The removals men emptied the van.
Οι εργάτες ξεφόρτωσαν τα πράγματα από το φορτηγάκι.

αδειάζω

phrasal verb, transitive, separable (container, pockets: take out contents)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We emptied out the entire bottle of red wine.

αδειάζω

phrasal verb, intransitive (room: of people)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The hall emptied out as people left for home.

άδεια φωλιά

noun (figurative (home: children have left) (μεταφορικά)

σύνδρομο άδειου σπιτιού, σύνδρομο άδειας φωλιάς

noun (after children leave) (αφού φύγουν τα παιδιά από το πατρικό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γονέας που τα παιδιά του μεγάλωσαν κι έφυγαν από το σπίτι

(child has moved away)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αδειάζω

(take out: contents of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jessica emptied out the contents of her handbag onto the kitchen table.

κενός χώρος, άδειος χώρος

noun (area: no objects)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θέση

noun (parking place: unoccupied)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κενό

noun (figurative (lack of [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Since he died, there's been an empty space in my life.

άδειο στομάχι

noun (state: not having eaten)

It's not a good idea to drink alcohol on an empty stomach.

ανδρείκελο

noun (US, figurative, pejorative, informal (powerful, ineffectual person)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κούφια απειλή, κενή απειλή

noun (threat unlikely to be fulfilled)

I am not scared of what he will do; he has just made empty threats.

κενές λέξεις

plural noun (informal (talk: insincere) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

transitive verb (UK (display chair of [sb] refusing to debate)

με άδεια χέρια

adjective (carrying nothing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
While I was bringing in the groceries, my brother just stood there empty-handed without even offering to help!

χωρίς κανένα κέρδος

adjective (nothing gained)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανόητος

adjective (unintelligent, silly)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μισοάδειος

adjective (half of contents remaining)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του empty στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του empty

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.