Τι σημαίνει το sufrir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sufrir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sufrir στο ισπανικά.

Η λέξη sufrir στο ισπανικά σημαίνει υποφέρω, υφίσταμαι, δέχομαι, υφίσταμαι, αισθάνομαι πόνο, υπομένω, πονάω, πονώ, υποφέρω, υφίσταμαι, πονάω, πονώ, -, αντέχω, παθαίνω, ζω, το πληρώνω, νιώθω, αισθάνομαι, περνάω, πάσχω από κτ, υποφέρω για κτ, υποφέρω για κτ, αποβάλλω, βγάζω βήχοντας, που έχει πληγεί, που έχει δεχθεί πλήγμα, καταρρέω, γλιστράω, υφίσταμαι τις συνέπειες, πεθαίνω νέος, έχω παραισθήσεις, ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνω, τρώω ξύλο, σημειώνω απώλειες, υπομένω τις συνέπειες, υποβάλλομαι σε κάποια αλλαγή, αλλάζω, μεταμορφώνομαι, παθαίνω έμφραγμα, κάνω την καρδιά μου πέτρα, ρίχνω δακρυγόνα σε κάποιον, υποφέρω από απώλεια, πονάω, πονώ, υποφέρω, που υπέστη ηλεκτροπληξία, υφίσταμαι τις συνέπειες, δεν επηρεάζομαι από, είμαι στα πρόθυρα κλεισίματος, αναφέρω, παθαίνω καρδιακή ανακοπή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sufrir

υποφέρω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ella sufrió durante años mientras estuvo casada con él.
Υπέφερε για χρόνια όσο ήταν παντρεμένη μαζί του.

υφίσταμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella tuvo que experimentar mucha crítica cuando el acuerdo fracasó.

δέχομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υφίσταμαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim sufrió el castigo por hacer trampas en el juego.
Στον Τζιμ επεβλήθη ποινή γιατί έκλεψε στο παιχνίδι.

αισθάνομαι πόνο

υπομένω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πονάω, πονώ, υποφέρω

verbo transitivo (ψυχολογικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sufrió mucho tras la muerte de su esposa.

υφίσταμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El futbolista tuvo que abandonar el campo tras sufrir una lesión.
Ο ποδοσφαιριστής έπρεπε να εγκαταλείψει τον αγώνα έπειτα από τον τραυματισμό που υπέστη.

πονάω, πονώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Estuvo sufriendo durante dos días después del accidente.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sufrió una muerte dolorosa.
Βρήκε οδυνηρό θάνατο.

αντέχω

(dolor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam aguantó el dolor de sus músculos y pudo terminar la maratón.
Ο Άνταμ υπέμεινε τον πόνο στους μύες του και κατάφερε να τερματίσει στον μαραθώνιο.

παθαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tuvo un accidente camino al juzgado.
Στο δρόμο για το δικαστήριο έπαθε ατύχημα.

ζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ella experimentó lo peor de su vida en esa prisión. El país está experimentando un crecimiento económico sin precedentes.
Έζησε τις χειρότερες στιγμές της ζωής της σε εκείνη φυλακή.

το πληρώνω

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡No lo hagas! ¡Pagarás las consecuencias si lo haces!
Μην το κάνεις! Θα το πληρώσεις αν το κάνεις!

νιώθω, αισθάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él sintió el choque en toda su intensidad.

περνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Habiendo crecido en Rwanda, Joe tuvo que pasar por muchos tormentos para convertirse en el hombre que hoy es.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Νίκος πέρασε πολλά στην παιδική του ηλικία.

πάσχω από κτ

Tiene diabetes desde siempre.
Όλη του τη ζωή έπασχε από διαβήτη.

υποφέρω για κτ

El artista sufría por su búsqueda de perfección.
Ο αθλητής υπέφερε για να πετύχει την τελειότητα.

υποφέρω για κτ

Ο ζωγράφος υπέφερε για την τέχνη του.

αποβάλλω

(για εγκυμοσύνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El marido estaba devastado después de que su esposa abortara.

βγάζω βήχοντας

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me alegro de no haber fumado nunca después de ver lo que él acaba de toser.

που έχει πληγεί, που έχει δεχθεί πλήγμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καταρρέω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El gobierno se derrumbó tras el conflicto.

γλιστράω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El coche patinó sobre la superficie helada de la carretera.

υφίσταμαι τις συνέπειες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rompiste las reglas y ahora tienes que aceptar tu castigo.

πεθαίνω νέος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Callum sufrirá una muerte temprana si no adopta un estilo de vida más saludable.

έχω παραισθήσεις

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las personas esquizofrénicas sufren alucinaciones.

ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνω

(ΗΒ, αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρώω ξύλο

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por su ojo morado y su nariz sangrando, todo el mundo supo que había recibido una paliza en la pelea.
Από το μαυρισμένο του μάτι και τη ματωμένη μύτη όλοι κατάλαβαν ότι έφαγε ξύλο.

σημειώνω απώλειες

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi compañía sufrió pérdidas el año pasado y tuvo que despedir a tres empleados.

υπομένω τις συνέπειες

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si decides mentir ahora, más adelante sufrirás las consecuencias.

υποβάλλομαι σε κάποια αλλαγή, αλλάζω, μεταμορφώνομαι

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando una mujer alcance la menopausia, su cuerpo sufrirá un gran cambio.

παθαίνω έμφραγμα

Después de tener un ataque al corazón, mi padre dejó de fumar.

κάνω την καρδιά μου πέτρα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ρίχνω δακρυγόνα σε κάποιον

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υποφέρω από απώλεια

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Entenderás cómo me siento cuando tú mismo sufras la pérdida de alguien.

πονάω, πονώ, υποφέρω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Doctor, estoy sufriendo dolor en todas mis articulaciones.

που υπέστη ηλεκτροπληξία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En el hospital están tratando a la mujer que sufrió un choque eléctrico.

υφίσταμαι τις συνέπειες

locución verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν επηρεάζομαι από

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los habitantes de las localidades del interior no serán afectados por los tsunamis.

είμαι στα πρόθυρα κλεισίματος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La paciente se queja de un dolor en la baja espalda.
Η ασθενής παρουσιάζει πόνο στην οσφυική χώρα.

παθαίνω καρδιακή ανακοπή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sufrir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του sufrir

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.