Τι σημαίνει το consecuencia στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης consecuencia στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του consecuencia στο ισπανικά.
Η λέξη consecuencia στο ισπανικά σημαίνει συνέπεια, συνέπεια, συνέπειες, συνέπεια, απόρροια, επακόλουθο, συνεπακόλουθο, υποπροϊόν, συνέπεια, συνέχεια, συνέπεια, προϊόν, αφορώ, επομένως, συνεπώς, κατά συνέπεια, επομένως, κατά συνέπεια, συνεπώς, επομένως, επομένως, άρα, συνεπώς, λόγω, εξαιτίας, ως αποτέλεσμα, που συνεπάγεται, λογικό αποτέλεσμα, ως αποτέλεσμα, κατά συνέπεια, επομένως, συνεπώς, ως συνέπεια, ως επακόλουθο, αντίστοιχα, κατάλληλα, ακολουθώ, επακόλουθο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης consecuencia
συνέπεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una de las consecuencias de tener un camión es que todo el mundo te pide favores. Μια συνέπεια του να έχεις φορτηγάκι είναι πως όλοι ζητάνε χάρες. |
συνέπειαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Antes de hacer algo debes pensar en las posibles consecuencias de tus actos. Πριν κάνεις κάτι, σκέψου τα πιθανά αποτελέσματα των πράξεών σου. |
συνέπειες(gen pl) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Nuestra oficina está lidiando con las consecuencias del arresto de nuestro gerente general. Το γραφείο μας αντιμετωπίζει τις συνέπειες της σύλληψης του γενικού διευθυντή μας. |
συνέπεια, απόρροια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επακόλουθο, συνεπακόλουθο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υποπροϊόν
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συνέπεια, συνέχεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Que Adrian perdiera los estribos fue la consecuencia de que Jim no dejase de picarlo. |
συνέπεια(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El éxito fue un fruto de su arduo trabajo. |
προϊόν
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La lluvia es producto de la condensación del vapor de agua. Η βροχή είναι το προϊόν της υγροποίησης των υδρατμών. |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta carta concierne a su reciente comportamiento. Η επιστολή αφορά την πρόσφατη συμπεριφορά σου. |
επομένως, συνεπώς, κατά συνέπειαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La niña estuvo saltando en los charcos y, como resultado, sus zapatos se arruinaron. Το κοριτσάκι συνέχισε να πηδά στις λακκούβες και συνεπώς (or: κατά συνέπεια) τα καινούρια της παπούτσια καταστράφηκαν. |
επομένως, κατά συνέπεια, συνεπώςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El muchacho suspendió el examen de matemáticas y, en consecuencia, no puede visitar a sus amigos este fin de semana. |
επομένωςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Perdí mis anteojos y, en consecuencia, ya no puedo leer el periódico. |
επομένως, άρα, συνεπώςlocución conjuntiva (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El alumno no dio el trabajo de investigación final, y en consecuencia no pudo graduarse. Ο φοιτητής δεν παρέδωσε την τελική εργασία του. Συνεπώς δεν πέρασε το μάθημα. |
λόγω, εξαιτίαςlocución preposicional (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Debido a tu desobediencia, tus padres te castigaron. Οι γονείς σου σε τιμώρησαν εξαιτίας (or: λόγω) της ανυπακοής σου. |
ως αποτέλεσμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Todos los colegios están cerrados a consecuencia de la nieve. |
που συνεπάγεταιlocución nominal femenina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λογικό αποτέλεσμαnombre femenino Sus buenas calificaciones son una consecuencia lógica del tiempo que le dedicó al estudio. |
ως αποτέλεσμα, κατά συνέπεια, επομένως, συνεπώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Los médicos han advertido un aumento del cáncer de piel resultante de una excesiva exposición a la radiación solar. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι γιατροί σημειώνουν αύξηση του καρκίνου του δέρματος ως αποτέλεσμα της αυξημένης έκθεσης στον ήλιο. |
ως συνέπεια, ως επακόλουθο(αποτέλεσμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sufre de jaquecas relacionadas con el tumor. Ο όγκος του συνεπαγόταν πονοκεφάλους. |
αντίστοιχα, κατάλληλα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Es un evento formal, así que vístete acorde a la situación. Η εκδήλωση είναι επίσημη, επομένως παρακαλείσθε να ντυθείτε αναλόγως. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estas acciones son consecuencia de la decisión tomada el mes pasado. |
επακόλουθο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A consecuencia de la tormenta muchas personas se quedaron sin hogar. Ως επακόλουθο του τυφώνα πολλοί έμειναν άστεγοι. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του consecuencia στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του consecuencia
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.