Τι σημαίνει το superior στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης superior στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του superior στο ισπανικά.

Η λέξη superior στο ισπανικά σημαίνει καλύτερος, ανώτερος, ανώτερος, ανώτερος, κορυφαίος, ο υψηλότερος, ανώτερος αξιωματικός αστυνομίας, υψηλά ιστάμενος, κορυφαίος, ανώτερος, ανώτερος, ανώτερη, άνω, ανώτερος, υψηλότερος, ανώτερος, πάνω, επάνω, βορειότερος, πάνω, επάνω, υψηλά ιστάμενος, υψηλά ιστάμενη, ανώτερος, επικριτικός, σνομπ, μέγιστο, ανώτερος, απαράμιλλος, άψογος, εξαιρετικός, εξαίρετος, για προχωρημένους, ξεχωριστός, καλύτερος, ανώτερος, δάσκαλος οικοτροφείου, ανώτερος, καλύτερος από κτ/κπ, ανώτερος από κπ, επιφανειακό έδαφος, πιστοποιητικό τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, άνω όριο, ανώτατο όριο, κεφάλι, υψηλού βαθμού, Υπουργείο Δικαιοσύνης, με υψηλό επίπεδο μόρφωσης, βαρύς στο πάνω μέρος, με πολύ βάρος στο πάνω μέρος, καλύτερος από, ανώτερος από, τριτοβάθμια εκπαίδευση, ανώτερη φυλή, μηχανολογική σχολή, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, μουσικό σχολείο,κολλέγιο, επιτυχία ανευ προηγουμένου, Άρειος Πάγος, τεχνικό κολλέγιο, επάνω όροφος, τελευταίος όροφος, ανώτερο σημείο, ανώτατο όριο, επάνω όροφος, άνω άκρο, κολλέγιο, απολυτήριο λυκείου, επάνω αριστερά, πάνω αριστερά, ανώτερο εύρος, ανώτερη μοίρα εντέρου, Ανώτατο Δικαστήριο Ηνωμένου Βασιλείου, άνω χείλος, είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ, το παίζω ανώτερος, το παίζω αφεντικό, υπερέχω σε βαθμό, επάνω αριστερός, πάνω αριστερός, πάνω, επάνω, απάνω, κεφαλή σιδηροτροχιάς, ο ανώτατος, ο ανώτερος, ανώτερος, ντουλαπάκι χειραποσκευών, Ανώτατο Δικαστήριο, υψηλής ποιότητας, ανώτερης ποιότητας, Πλημμελειοδικείο, πάνω, Άρειος Πάγος, οι μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου, έμφαση, πάνω μέρος παπουτσιού, παραπέμπω σε ανώτερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης superior

καλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El producto superior es el más caro.
Το ανώτερης ποιότητας προϊόν είναι το πιο ακριβό.

ανώτερος

adjetivo de una sola terminación (άτομο ή θέση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Patricia no ha dejado de ascender en el trabajo. Cada pocos años, conseguía ascensos a puestos superiores.
Η Πατρίτσια ανέρχεται στην εργασιακή κλίμακα παίρνοντας προαγωγή σε υψηλότερη θέση κάθε λίγα χρόνια.

ανώτερος

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Si quieres un aumento, habla con tu superior.
Άμα θέλεις αύξηση, μίλα στον προϊστάμενό σου.

ανώτερος

nombre común en cuanto al género

Siempre debes mostrarte respetuoso con tus superiores y con los de más edad.
Οφείλεις να δείχνεις, πάντοτε, σεβασμό σε όσους είναι ανώτεροι και γηραιότεροι σε σχέση με σένα.

κορυφαίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sólo vendemos productos de calidad superior.

ο υψηλότερος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανώτερος αξιωματικός αστυνομίας

nombre masculino (rango)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si tienes algún problema con un colega, notifícalo inmediatamente a un superior.

υψηλά ιστάμενος

nombre común en cuanto al género

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κορυφαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este es nuestro modelo superior, para los clientes que quieren lo mejor.

ανώτερος

adjetivo (educación) (εκπαίδευση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay menos carreras en educación superior en estos días.
Υπάρχουν λιγότερες θέσεις εργασίας στην ανώτερη εκπαίδευση αυτήν την εποχή.

ανώτερος, ανώτερη

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

άνω

adjetivo de una sola terminación (επίσημο)

La parte superior del brazo se encuentra entre el codo y el hombro.
Το πάνω μέρος του χεριού είναι το τμήμα ανάμεσα στον αγκώνα και τον ώμο.

ανώτερος, υψηλότερος

(propósito, etc.) (μεταφορικά: ιδέα, σκοπός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sintió que Dios lo llamaba para un propósito superior.
Ένιωθε πως ο Θεός τον καλούσε για έναν ανώτερο σκοπό.

ανώτερος

adjetivo (jerarquía) (σε ιεραρχία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿El cabo es superior al teniente?
Ο δεκανέας είναι ανώτερος από τον υπολοχαγό;

πάνω, επάνω

(en una página)

En la sección superior de la página hay una ilustración.

βορειότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se espera que nieve en toda la parte superior del país.

πάνω, επάνω

A Alan le tuvieron que sacar todos los dientes superiores cuando tenía ocho años.

υψηλά ιστάμενος, υψηλά ιστάμενη

nombre masculino, nombre femenino

ανώτερος

(cargo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los altos cargos de la empresa tienen muchas responsabilidades.
Τα ανώτερα διοικητικά στελέχη της εταιρείας έχουν πολλές ευθύνες.

επικριτικός

(αποδοκιμασίας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su actitud altiva hacia los clientes le costó el empleo.

σνομπ

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Los vecinos nos evitan porque son unos esnob.
Οι γείτονες μας αποφεύγουν επειδή είναι σνομπ.

μέγιστο

(límite)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Dan llenó el cubo al máximo.

ανώτερος, απαράμιλλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

άψογος, εξαιρετικός, εξαίρετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Al jefe le entristeció la marcha de Patricia porque había realizado un excelente trabajo durante el tiempo que estuvo en la empresa.

για προχωρημένους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alice superó con facilidad el curso de biología avanzada.
Η Άλις πέρασε εύκολα το μάθημα βιολογίας για προχωρημένους.

ξεχωριστός, καλύτερος, ανώτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ese muchacho se cree especial.
Ο τύπος νομίζει πως είναι κάτι το ιδιαίτερο.

δάσκαλος οικοτροφείου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανώτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καλύτερος από κτ/κπ

(comparativo)

Este coche es mejor que este otro porque es más aerodinámico y consume menos gasolina.
Εκείνο το αυτοκίνητο είναι καλύτερο από αυτό εδώ επειδή είναι πιο αεροδυναμικό και πιο οικονομικό στην κατανάλωση βενζίνης.

ανώτερος από κπ

(comparativo)

Gerald es el mánager, así que es superior a Robert, que es el segundo al cargo.
Ο Τζέραλντ είναι ο διευθυντής και έτσι είναι ανώτερος από τον Ρόμπερτ, ο οποίος είναι μόνο βοηθός διευθυντή.

επιφανειακό έδαφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιστοποιητικό τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

(Reino Unido)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άνω όριο, ανώτατο όριο

El tope de deuda es una gran preocupación del gobierno en estos días.
Στις μέρες μας, το ανώτατο όριο χρέους είναι μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση.

κεφάλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me pregunto si se pule la coronilla, ¡la tiene siempre tan brillante!
Αναρωτιέμαι αν χρησιμοποιεί μπριγιαντίνη για την γκλάβα (or: κούτρα) του. Είναι τόσο γυαλιστερή!

υψηλού βαθμού

(metal)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Υπουργείο Δικαιοσύνης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El Departamento de Justicia tiene que tratar ese asunto. El asunto no está bajo la jurisdicción de Justicia desde que el FBI ha tomado el mando.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης πρέπει να επιληφθεί του θέματος αυτού. Το θέμα δεν είναι πια στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης από τότε που το ανέλαβε το FBI.

με υψηλό επίπεδο μόρφωσης

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esta empresa sólo contrata gente con formación académica superior.

βαρύς στο πάνω μέρος, με πολύ βάρος στο πάνω μέρος

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλύτερος από, ανώτερος από

locución adjetiva

τριτοβάθμια εκπαίδευση

locución nominal femenina

Trabajó en educación superior durante 40 años.
Εργάστηκε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για πάνω από 40 χρόνια.

ανώτερη φυλή

nombre femenino

Se hicieron verdaderas atrocidades en nombre de la raza superior.

μηχανολογική σχολή

(MX)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aunque yo estudie en la Unidad Profesional Interdisciplinaria de Biotecnología, tengo amigos de la Escuela Superior de Ingeniería Mecánica y Eléctrica y de la Escuela Superior de Ingeniería y Arquitectura.

μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου

(PR) (12-15 ετών)

Empecé a estudiar español (y a salir con chicas) cuando era un estudiante de escuela superior.

μουσικό σχολείο,κολλέγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estudié canto en la escuela de música.

επιτυχία ανευ προηγουμένου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Había recibido muchos galardones en su vida, pero el Premio Nobel era un nivel superior incluso para él.

Άρειος Πάγος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La sentencia es firme en primera instancia y recurrible ante el Tribunal Superior de Justicia.

τεχνικό κολλέγιο

(CL)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επάνω όροφος

locución nominal masculina (autobús) (λεωφορείου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las escaleras al fondo del autobús conducen a más asientos en el piso de arriba (or: piso superior).

τελευταίος όροφος

(κτιρίου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανώτερο σημείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ανώτατο όριο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El eje de las x marca la cota superior de la función y = - x2 (equis cuadrado).

επάνω όροφος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nos sentamos en el piso de arriba porque había más lugar.

άνω άκρο

nombre femenino (χέρι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las extremidades superiores son los brazos.

κολλέγιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Puedes ahorrarte miles de dólares estudiando en un centro formativo superior.

απολυτήριο λυκείου

(PR)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Muchos trabajos exigen por lo menos un diploma de escuela superior.

επάνω αριστερά, πάνω αριστερά

nombre masculino

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ανώτερο εύρος

nombre masculino

ανώτερη μοίρα εντέρου

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ανώτατο Δικαστήριο Ηνωμένου Βασιλείου

(voz inglesa)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

άνω χείλος

locución nominal masculina

είμαι μακράν καλύτερος από κπ/κτ, είμαι μακράν ανώτερος από κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El ensayo de George estaba muy por encima del de sus compañeros.

το παίζω ανώτερος, το παίζω αφεντικό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Desde que la ascendieron, nos trata con prepotencia.

υπερέχω σε βαθμό

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επάνω αριστερός, πάνω αριστερός

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Hay una mancha en el extremo superior izquierdo.

πάνω, επάνω, απάνω

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

κεφαλή σιδηροτροχιάς

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ο ανώτατος, ο ανώτερος

locución adjetiva (σε ιεραρχία)

El problema era ignorado en los niveles superiores de la dirección.
Το πρόβλημα αγνοήθηκε στα ανώτερα κλιμάκια της διοίκησης.

ανώτερος

(με γενική: κάποιου)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Como jefe de producto, Paul está por encima de mí.
Ως προϊστάμενος παραγωγής, ο Πωλ είναι ανώτερος μου.

ντουλαπάκι χειραποσκευών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John pone su maleta en el compartimento superior.
Ο Τζον βάζει την τσάντα του στο ντουλαπάκι των χειραποσκευών.

Ανώτατο Δικαστήριο

locución nominal masculina (στη Νέα Ζηλανδία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

υψηλής ποιότητας, ανώτερης ποιότητας

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Πλημμελειοδικείο

locución nominal masculina (στη Σκωτία)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

πάνω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esta medida afecta a los gerentes intermedios y los de mayor rango.
Οι αλλαγές αφορούν τη διοίκηση από τα μέσα στελέχη και πάνω.

Άρειος Πάγος

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No estamos de acuerdo con el veredicto del juez y apelaremos al tribunal superior.

οι μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έμφαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El jefe de Ana le da una importancia superior a la precisión.

πάνω μέρος παπουτσιού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El zapatero colocó una suela nueva en la parte superior del zapato.

παραπέμπω σε ανώτερο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando mi gerente ignoró mi queja, elevé el asunto a un nivel superior.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του superior στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του superior

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.