Τι σημαίνει το task στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης task στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του task στο Αγγλικά.

Η λέξη task στο Αγγλικά σημαίνει δουλειά, δουλειά, δύσκολος, αναθέτω, αναθέτω, αναθέτω εργασία, αναθέτω δουλειά, γραφειοκρατική εργασία, μένω συγκεντρωμένος, μένω προσηλωμένος, κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα, αφηρημένος, συγκεντρωμένος, προσηλωμένος, επιπλήττω, επιπλήττω κπ για κτ, επιπλήττω κπ γιατί έκανε κτ, τακτική στρατιωτική δύναμη, ειδική ομάδα, ομάδα με συγκεκριμένο καθήκον, διαχείριση εργασιών, φύλλο εργασίας, γραμμή εργασιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης task

δουλειά

noun (job, chore to be done)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have ten tasks that I need to complete today.
Έχω δέκα δουλειές που πρέπει να τελειώσω σήμερα.

δουλειά

noun (duty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His task was to restock the shelves at the shop.
Η δουλειά του ήταν να ανεφοδιάζει τα ράφια στο κατάστημα.

δύσκολος

noun (difficult endeavour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Completing the report was quite a task, but I did it!
Η συμπλήρωση της αναφοράς ήταν πακέτο αλλά τα κατάφερα!

αναθέτω

(assign a task to) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The lawyer tasked his assistant with the paperwork.
Ο δικηγόρος ανέθεσε τη χαρτούρα στον βοηθό του.

αναθέτω

verbal expression (assign a task to) (σε κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was tasked with loading the data onto the computer system.
Του ανέθεσαν να φορτώσει τα δεδομένα στο σύστημα του υπολογιστή.

αναθέτω εργασία, αναθέτω δουλειά

verbal expression (allocate a job)

Because she was a new employee, I assigned a task to her that was not difficult.

γραφειοκρατική εργασία

noun (administrative job)

Many doctors are disillusioned with their jobs because of the clerical tasks that need to be completed.
Πολλοί γιατροί απογοητεύονται από τη δουλειά τους γιατί υπάρχουν πολλά διοικητικά καθήκοντα που πρέπει να ολοκληρωθούν.

μένω συγκεντρωμένος, μένω προσηλωμένος

verbal expression (stay focused)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Keep on task everyone; we're nearly finished now!

κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα

intransitive verb (do several things at once)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This job will require you to multitask; is that something you can handle?

αφηρημένος

adjective (not focused)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συγκεντρωμένος, προσηλωμένος

adjective (focused on the job at hand)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
With the deadline looming, the manager made sure everyone was on task.

επιπλήττω

verbal expression (reprimand, rebuke [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιπλήττω κπ για κτ

verbal expression (reprimand [sb] for [sth])

The coach took them to task for their poor performance.

επιπλήττω κπ γιατί έκανε κτ

verbal expression (reprimand [sb] for doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τακτική στρατιωτική δύναμη

noun (military unit: with a mission)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Navy sent a task force to counter the attack.

ειδική ομάδα

noun (group: with an objective)

The Mayor formed a task force to wipe prostitution off the streets of the city.
Ο δήμαρχος δημιούργησε μια ειδική ομάδα για να εξαλείψει την πορνεία από τους δρόμους της πόλης.

ομάδα με συγκεκριμένο καθήκον

noun (group organized for specific purpose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαχείριση εργασιών

noun (® (computing: software application) (πληροφορική: ΤΜ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
You can use Task Manager to start and stop programs.

φύλλο εργασίας

noun (outline of jobs to be done)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γραμμή εργασιών

noun (computer: row of application buttons)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του task στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του task

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.