Τι σημαίνει το technology στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης technology στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του technology στο Αγγλικά.

Η λέξη technology στο Αγγλικά σημαίνει τεχνολογία, τεχνολογία, τεχνολογία, τεχνολογία, τεχνολογία, υποστηρικτική τεχνολογία, χημική τεχνολογία, επιστήμη ηλεκτρονικών υπολογιστών, γονιδιακή τεχνολογία, υψηλή τεχνολογία, υψηλή τεχνολογία, πληροφορική, τεχνολογία πληροφοριών, χαμηλή τεχνολογία, ιατρικός τεχνολογικός εξοπλισμός, χειρουργική τεχνολογία, τεχνολογική νοημοσύνη, ασύρματη τεχνολογία, ζωοτεχνία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης technology

τεχνολογία

noun (technical knowledge) (τεχνική γνώση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Medical technology has saved many lives.
Η ιατρική τεχνολογία έχει σώσει πολλές ζωές.

τεχνολογία

noun (industrial knowledge)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The technology of car manufacturing has made many advances.

τεχνολογία

noun (process)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What is the latest technology for producing steel?

τεχνολογία

noun (invention)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Technology has transformed the way we listen to music.

τεχνολογία

noun (method)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He's interested in the technology of water supply.

υποστηρικτική τεχνολογία

noun (disability aids)

χημική τεχνολογία

noun (applied chemistry)

επιστήμη ηλεκτρονικών υπολογιστών

noun (computing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Computer technology has changed how people communicate with each other.

γονιδιακή τεχνολογία

noun (manipulation of DNA)

υψηλή τεχνολογία

noun (informal (advanced technology)

High tech is one of California's most important industries.

υψηλή τεχνολογία

(sophisticated technology)

πληροφορική

noun (field of computing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The programmer works in information technology.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Της αρέσει πολύ ο προγραμματισμός, γι' αυτό θέλει να σπουδάσει πληροφορική.

τεχνολογία πληροφοριών

noun (initialism (information technology)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
There were no IT lessons at school when I was a boy.

χαμηλή τεχνολογία

noun (informal, abbreviation (low technology)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Low tech is often easier to repair than high tech because it involves fewer parts.

ιατρικός τεχνολογικός εξοπλισμός

noun (machinery used in healthcare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χειρουργική τεχνολογία

noun (work of operating room technician)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

τεχνολογική νοημοσύνη

noun (keeping updated on technological change)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασύρματη τεχνολογία

noun (communications, etc.: no wires)

ζωοτεχνία

noun (field of study: zookeeping)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του technology στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του technology

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.