Τι σημαίνει το teaser στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης teaser στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του teaser στο Αγγλικά.

Η λέξη teaser στο Αγγλικά σημαίνει πειραχτήρι, κράχτης, διαφήμιση, γρίφος, δόλωμα, πειράζω, πειράζω, βάζω σε πειρασμό, χτενίζω, προκαλώ, πειραχτήρι, πειρασμός, τίζερ, σπαζοκεφαλιά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης teaser

πειραχτήρι

noun (person who teases) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't be such a teaser – just tell me straight!
Μην είσαι πειραχτήρι! Πες το μου στα ίσια!

κράχτης

noun (advertisement) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The ad was just a teaser to get people into the store.
Η διαφήμιση ήταν απλώς κράχτης για να μπει κόσμος στο κατάστημα.

διαφήμιση

noun (advertisement, preview)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They've been showing a provocative teaser for tomorrow's episode.
Έδειχναν ένα προκλητικό απόσπασμα για το αυριανό επεισόδιο.

γρίφος

noun (informal (question, puzzle)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The puzzle turned out to be a challenging teaser.
Το παζλ αποδείχθηκε ένας απαιτητικός γρίφος.

δόλωμα

noun (fishing lure)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Leaning over the edge of the boat, the angler cast a teaser.

πειράζω

transitive verb (make fun of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I got teased at school because my hair looked funny.
Στο σχολείο με δούλευαν γιατί τα μαλλιά μου τους φαίνονταν αστεία.

πειράζω

transitive verb (annoy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stop teasing your little sister!
Σταμάτα να πειράζεις τη μικρή σου αδερφή!

βάζω σε πειρασμό

transitive verb (tantalize)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She teased us with smells of roasted garlic and herbs.

χτενίζω

transitive verb (comb: hair)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She teased her hair into a beehive style for the party.

προκαλώ

intransitive verb (disturb, provoke)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He's always teasing.

πειραχτήρι

noun (informal (person who teases) (για όλα τα γένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Your brother's always a tease. I never know if I can trust him.
Ο αδερφός σου είναι πάντα πειραχτήρι. Ποτέ δεν ξέρω εάν μπορώ να τον εμπιστευτώ.

πειρασμός

noun (informal (flirt) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She's such a tease, wearing clothes like that.
Με τέτοια ρούχα είια σκέτος πειρασμός.

τίζερ

noun (TV, film: short promotional film)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σπαζοκεφαλιά

noun (puzzle, riddle) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του teaser στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του teaser

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.