Τι σημαίνει το teasing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης teasing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του teasing στο Αγγλικά.

Η λέξη teasing στο Αγγλικά σημαίνει κοροϊδία, πείραγμα, προκλητικός, κοροϊδευτικός, πειραχτικός, πειράζω, πειράζω, βάζω σε πειρασμό, χτενίζω, προκαλώ, πειραχτήρι, πειρασμός, σεξουαλική παρενόχληση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης teasing

κοροϊδία

noun (malicious taunting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The little girl cried all night because of the bullies' teasing.
Το κοριτσάκι έκλαιγε όλη νύχτα λόγω της κοροϊδίας από τους νταήδες.

πείραγμα

noun (playful mocking)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Chris got a lot of teasing from his friends when they found out about his unusual new hobby.
Ο Κρις έφαγε πολύ δούλεμα από τους φίλους του όταν έμαθαν για το καινούριο ασυνήθιστο χόμπι του.

προκλητικός

adjective (seductive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In the movies, no man could resist her teasing smile. Real life was different.

κοροϊδευτικός

adjective (vexing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The other children repeated the teasing rhyme until Alison burst into tears.

πειραχτικός

adjective (playful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I was about to get angry, but then I noticed Tony's teasing expression.

πειράζω

transitive verb (make fun of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I got teased at school because my hair looked funny.
Στο σχολείο με δούλευαν γιατί τα μαλλιά μου τους φαίνονταν αστεία.

πειράζω

transitive verb (annoy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stop teasing your little sister!
Σταμάτα να πειράζεις τη μικρή σου αδερφή!

βάζω σε πειρασμό

transitive verb (tantalize)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She teased us with smells of roasted garlic and herbs.

χτενίζω

transitive verb (comb: hair)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She teased her hair into a beehive style for the party.

προκαλώ

intransitive verb (disturb, provoke)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He's always teasing.

πειραχτήρι

noun (informal (person who teases) (για όλα τα γένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Your brother's always a tease. I never know if I can trust him.
Ο αδερφός σου είναι πάντα πειραχτήρι. Ποτέ δεν ξέρω εάν μπορώ να τον εμπιστευτώ.

πειρασμός

noun (informal (flirt) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She's such a tease, wearing clothes like that.
Με τέτοια ρούχα είια σκέτος πειρασμός.

σεξουαλική παρενόχληση

noun (India (sexual harassment)

Some girls quit school because of the eve-teasing they suffer at school and on the way there.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του teasing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του teasing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.