Τι σημαίνει το común στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης común στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του común στο ισπανικά.
Η λέξη común στο ισπανικά σημαίνει σαν όλους τους άλλους, κοινή πρακτική, συνηθισμένος, λαΐκός τύπος ανθρώπου, κοινός, κανονικός, απλός, μέσος, κοινός, κοινός, λαϊκός, κοινός, συνηθισμένος, κανονικός, τυπικός, κλασικός, κοινός, συνηθισμένος, γενικός, κοινός, συχνός, ευρέως διαδεδομένος, κοινός, κοινότυπος, καθημερινός, απλός, κλασικός, ασήμαντος, αδιάφορος, συμβατικός, συντηρητικός, διαδεδομένος, κοινός, κοινότοπος, σπάνιος, δεν εντυπωσιάζει, υπερβολικά συναισθηματικός, ασήμαντος, μέτριος, κοινός, κλισέ, κοινοτοπία, βροχοπούλι, αργυροπούλι, αμμοσφυριχτής κλπ, φώκια, εμού, αλκέλαφος, ασυνήθιστος, σπάνιος, αλληλεπικαλύπτομαι, άτυπος, κοινός, συνήθης, ασυνήθιστος, μέτριος, μέσος, κοινός, μέσος, συνήθης, εγκεκριμένος από κοινού, από κοινού εγγεκριμένος, κοινός, συνήθης, που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλο, συνηθισμένος, καθιερωμένος, ασυνήθιστος, με κοινή αποδοχή, κοινός, συνήθως, Κοινή Χρονολογία, Κοινή Εποχή, απίθανος, σπάνιος, λαβούρνο, ομοιότητα, αντικλίμακα, απλός λαός, κοινωνικό συμφέρον, κοινό κρυολόγημα, κοινό όφελος, κοινός θνητός, κοινή θνητή, κοινός νους, ομαδικός τάφος, ευτελές μέταλλο, συλλογική κυριότητα, κοινή καταγωγή, κοινή πεποίθηση, κοινός δεσμός, κοινός παρονομαστής, συνιδιοκτησία, κοινή έκφραση, τετριμμένη, χιλιοειπωμένη φράση, κοινή λογική, ελάχιστος κοινός παρονομαστής, χαμηλότερος κοινός παρονομαστής, ελάχιστος κοινός παρονομαστής, ο μέσος άνθρωπος, συμβιβασμός, ευρύ κοινό, Σήμυδα η κρεμοκλαδής, Σήμυδα η θηλώδης, επιτραπέζιος οίνος, κοινό έδαφος, ταχυδρομείο, αλεύρι για όλες τις χρήσεις, χουχουριστής, κοινή συμφωνία, κοινός εχθρός, κοινό στοιχείο, κοινό γνώρισμα, ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο, κοινός φίλος, δημόσιο συμφέρον, κοινό καλό, δρυς η κηρρίς, χαμηλής ποιότητας οπάλιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης común
σαν όλους τους άλλους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Parecía un aparatito común, pero resultó ser una maravilla. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μέχρι που το αυτοκίνητο εισέβαλε στο σαλόνι τους. |
κοινή πρακτικήadjetivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) En una biblioteca lo común es hablar en voz baja. |
συνηθισμένοςadjetivo de una sola terminación (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Una prensa de ajos es un utensilio común de la cocina. Η πρέσα σκόρδου είναι ένα συνηθισμένο εργαλείο της κουζίνας. |
λαΐκός τύπος ανθρώπου
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοινόςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No existe cura para el resfriado común. Δεν υπάρχει καμία θεραπεία για το κοινό κρυολόγημα. |
κανονικός, απλός, μέσος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es un martillo común, no tiene nada de especial. Ένα κανονικό (or: απλό) σφυρί είναι, τίποτα το ιδιαίτερο. |
κοινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El gobierno trabaja por el bien común (or: público). Η κυβέρνηση εργάζεται για το δημόσιο συμφέρον. |
κοινόςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Las gaviotas son un paisaje común en los pueblos costeros de Gran Bretaña. Οι γλάροι είναι συνηθισμένο θέαμα στις παραθαλάσσιες πόλεις της Βρετανίας. |
λαϊκός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοινόςadjetivo de una sola terminación (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La policía me trató como a un delincuente común. |
συνηθισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La imagen común del Diablo es la de un hombre con cuernos y un tridente. |
κανονικός, τυπικός, κλασικός, κοινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fue un día común. Alice fue al trabajo, cenó y miró televisión; nada raro pasó. Ήταν ακόμη μια συνηθισμένη μέρα. Η Άλις πήγε στη δουλειά, έφαγε βραδινό και είδε τηλεόραση. Τίποτα ασυνήθιστο δε συνέβη. |
συνηθισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) El crimen es un suceso cotidiano en las grandes ciudades. Το έγκλημα είναι σύνηθες φαινόμενο στις πόλεις. |
γενικός, κοινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sabiduría popular indica que este es el camino correcto. Η κοινή λογική λέει ότι αυτή είναι η σωστή διαδικασία. |
συχνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El chico tiene dolores de cabeza frecuentes que los médicos no pueden explicar. Το αγόρι έχει συχνούς πονοκεφάλους που δεν μπορούν να εξηγήσουν οι γιατροί. |
ευρέως διαδεδομένος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοινός(general) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nuestras casas cuentan con una cerca compartida. Τα σπίτια μας έχουν κοινό φράχτη. |
κοινότυπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La película está bien, pero es algo mediocre. Η ταινία είναι ΟΚ, αλλά είναι μάλλον κοινότυπη. |
καθημερινός, απλός, κλασικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fue un día rutinario, no sucedió nada especial. Ήταν απλά μια συνηθισμένη μέρα. Δεν έγινε τίποτα το ιδιαίτερο. |
ασήμαντος, αδιάφορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los pacientes se distraían con conversaciones triviales para pasar el rato en la sala de espera. Οι ασθενείς έπιασαν μια αδιάφορη κουβέντα για να περάσει η ώρα στην αίθουσα αναμονής. |
συμβατικός, συντηρητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mark tenía unos gustos sexuales convencionales. |
διαδεδομένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Esa opinión es bastante popular en esta parte del mundo. |
κοινός, κοινότοπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) En estos tiempos es común que alguien cuente su vida en un blog. |
σπάνιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Es raro encontrar osos en esta parte del parque. |
δεν εντυπωσιάζει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπερβολικά συναισθηματικός
|
ασήμαντος, μέτριος, κοινός(όχι κάτι το ιδιαίτερο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κλισέ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) "No sos vos, soy yo" es un cliché. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η έκφραση «αποφεύγω κάτι όπως ο διάολος το λιβάνι» είναι στερεότυπη. |
κοινοτοπία(επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El discurso del político estaba lleno de tópicos y no ofrecía algo único. |
βροχοπούλι, αργυροπούλι, αμμοσφυριχτής κλπ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φώκια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A ella ya no le gustaba presenciar la matanza anual de focas. |
εμού
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αλκέλαφος(αντιλόπη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ασυνήθιστος, σπάνιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλληλεπικαλύπτομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estas dos teorías coinciden. |
άτυπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοινός, συνήθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασυνήθιστοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μέτριος, μέσοςlocución adjetiva (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La banda abandonó sus tendencias experimentales y adoptó un sonido común y corriente para poder vender más discos. |
κοινός, μέσος, συνήθηςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) No buscaba nada sofisticado. Sólo quería una casa común y corriente donde pasar el verano tranquilo. |
εγκεκριμένος από κοινού, από κοινού εγγεκριμένοςlocución adjetiva (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) El reglamento fue aprobado de común acuerdo por los socios. |
κοινός, συνήθης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει την ίδια νοοτροπία με κάποιον άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνηθισμένος, καθιερωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασυνήθιστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με κοινή αποδοχήlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se acepta lo propuesto por consentimiento común/mutuo de los presentes. |
κοινόςlocución adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi mejor amigo y yo nos llevamos bien porque tenemos muchas cosas en común. Η καλύτερή μου φίλη και εγώ τα πάμε πολύ καλά γιατί έχουμε πολλά κοινά. |
συνήθωςlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Por lo común, es el maestro el que decide cuándo termina la clase. |
Κοινή Χρονολογία, Κοινή Εποχήlocución adverbial |
απίθανος, σπάνιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Recibir regalos de ellos es poco probable. Τα δώρα από αυτούς είναι σπάνια. |
λαβούρνο(Laburnum anagyroides) (φυτό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ομοιότηταlocución adverbial (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nuestros intereses en común nos hacen una buena pareja para el trabajo. |
αντικλίμακα(λογοτεχνία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απλός λαός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κοινωνικό συμφέρον
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κοινό κρυολόγημα(ιός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) No hay cura para el resfriado común. |
κοινό όφελος(το καλό όλων) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ser honesto con el otro es para el bien común. |
κοινός θνητός, κοινή θνητή(μεταφορικά) Todos los partidos políticos tratan de atraer al ciudadano común. |
κοινός νουςlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Es un hombre culto, pero no tiene demasiado sentido común. Είναι σπουδασμένος, αλλά δεν έχει και πολλή κοινή λογική. |
ομαδικός τάφος
Los enterraron a todos en una fosa común. |
ευτελές μέταλλο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συλλογική κυριότηταnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοινή καταγωγή(formal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi amigo y yo pensamos siempre que era raro que nos pareciésemos tanto hasta que descubrimos que teníamos una ascendencia común. |
κοινή πεποίθηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Existe la creencia común de que todos los andaluces cantamos flamenco. |
κοινός δεσμόςlocución verbal (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Lo que tenemos en común es el barrio en que crecimos. |
κοινός παρονομαστήςlocución nominal masculina (matemáticas) (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συνιδιοκτησίαlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινή έκφραση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τετριμμένη, χιλιοειπωμένη φράσηnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El lugar común es una palabra, frase o idea considerada como un vicio del lenguaje, algunas son obviedades, otras, han quedado desgastadas por el uso. |
κοινή λογικήnombre masculino (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελάχιστος κοινός παρονομαστήςlocución nominal masculina (matemática) (μαθηματικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαμηλότερος κοινός παρονομαστήςlocución nominal masculina (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Para sumar o restar fracciones, tenemos que encontrar el mínimo común múltiplo de los denominadores. |
ελάχιστος κοινός παρονομαστής
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Para sumar fracciones, tienes que encontrar el mínimo común denominador. |
ο μέσος άνθρωποςlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Podrías explicar tu teoría para que un hombre común pueda entenderla? |
συμβιβασμόςlocución verbal (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Él quiere un descanso en la ciudad y yo quiero unas vacaciones en la playa, así que tendremos que alcanzar un punto común. Θέλει διακοπές στην πόλη ενώ εγώ θέλω διακοπές στην θάλασσα, έτσι θα πρέπει να κάνουμε κάποιον συμβιβασμό. |
ευρύ κοινό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nos gusta pensar que nuestros famosos no son gente común. |
Σήμυδα η κρεμοκλαδής, Σήμυδα η θηλώδηςlocución nominal masculina (βοτανική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El abedul común puede alcanzar los 30 metros de altura. |
επιτραπέζιος οίνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) En general los vinos comunes son más ácidos y tienen poco cuerpo. |
κοινό έδαφος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Empezamos a salir juntos porque teníamos muchos puntos en común en lo referente a lo que nos gusta y a lo que no nos gusta. |
ταχυδρομείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La mayoría de las facturas me las mandan por correo electrónico, pero los impuestos llegan por correo común. |
αλεύρι για όλες τις χρήσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La harina común es excelente para hacer galletas, pero tiene muy poco gluten para hacer pan. |
χουχουριστήςlocución nominal masculina (tipo de lechuza) (κουκουβάγια) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κοινή συμφωνία
De común acuerdo decidieron engalanar la calle para la fiesta. |
κοινός εχθρός
Tener un enemigo común suele unir a la gente. |
κοινό στοιχείο, κοινό γνώρισμαlocución nominal masculina Estas tres historias son muy distintas pero tienen un denominador común, ¿puedes descubrir cuál es ese rasgo? |
ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιοlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) El mínimo común múltiplo de 6 y 15 es 30. |
κοινός φίλοςlocución nominal masculina Resulta que tenemos un amigo común y no lo sabíamos. |
δημόσιο συμφέρον, κοινό καλόlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Se supone que los funcionarios electos deben trabajar por el bien común, no en su propio beneficio. |
δρυς η κηρρίςnombre masculino (επίσ: είδος βελανιδιάς) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χαμηλής ποιότητας οπάλιοlocución nominal masculina (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του común στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του común
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.