Τι σημαίνει το tested στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tested στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tested στο Αγγλικά.

Η λέξη tested στο Αγγλικά σημαίνει ελεγμένος, διαγώνισμα, δοκιμή, δοκιμή, ελέγχω, εξετάζω, εξετάζω, ελέγχω, εξετάζω, κριτήριο, φιλικός αγώνας, παίρνω...βαθμό, βάζω σε δοκιμασία, δοκιμασμένος στον χρόνο, δοκιμασμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tested

ελεγμένος

adjective (checked)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Some of the tested products were found to be unsafe.

διαγώνισμα

noun (examination)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I have a German test today; I hope I get good results.
Σήμερα έχω τεστ στα γερμανικά, κι ελπίζω να πάρω καλό βαθμό.

δοκιμή

noun (analysis)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scientists are going to run their tests.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήγα στο γιατρό για να κάνω μια εξέταση αίματος.

δοκιμή

noun (performance check, evaluation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The scientists plan to run a final test on the rocket at the end of the month.
Οι επιστήμονες σκοπεύουν να κάνουν μια τελευταία δοκιμή του πυραύλου στο τέλος του μήνα.

ελέγχω

transitive verb (check performance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sensors will test the strength of the fibres.
Οι αισθητήρες θα ελέγξουν την αντοχή των ινών.

εξετάζω

transitive verb (check knowledge) (στο σχολείο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξετάζω

transitive verb (perform medical check)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The doctor tested Mark for TB.
Ο γιατρός έκανε εξετάσεις φυματίωσης στον Μαρκ.

ελέγχω

transitive verb (try out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I want to test the program today to see if it works.
Θέλω να ελέγξω το πρόγραμμα για να δω αν δουλεύει.

εξετάζω

transitive verb (analyse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Neil is having his urine tested for various disorders.

κριτήριο

noun (criterion)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The test of a good athlete is discipline.
Αυτό που ξεχωρίζει τον καλό αθλητή είναι η πειθαρχία.

φιλικός αγώνας

noun (cricket: test match)

England performed well in today's test against India.

παίρνω...βαθμό

intransitive verb (US, informal (achieve a test result) (στο τεστ, διαγώνισμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
My brother always tests well.
Ο αδερφός μου πάντα παίρνει καλό βαθμό στα τεστ.

βάζω σε δοκιμασία

transitive verb (put under strain)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The long wait tested Jessica's patience. The realisation that the project was more difficult than he had thought tested Tim's resolve.

δοκιμασμένος στον χρόνο

adjective (proved effective over time)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δοκιμασμένος

adjective (proved to work)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tested στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του tested

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.