Τι σημαίνει το tried στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tried στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tried στο Αγγλικά.
Η λέξη tried στο Αγγλικά σημαίνει δοκιμασμένος, δοκιμάζω, προσπαθώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, προσπαθώ, δοκιμάζω, δοκιμάζω, δοκιμάζω, προσπάθεια, προσπάθεια, γκολ, δοκιμάζω, εκδικάζω, δικάζω, δοκιμάζω, δοκιμάζω να ανοίξω, προσπαθώ να ανοίξω, δοκιμασμένος, δοκιμασμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tried
δοκιμασμένοςadjective (tested) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) We only want to hire workers with tried skills. Θέλουμε να προσλάβουμε μόνο εργάτες με επιβεβαιωμένες δεξιότητες. |
δοκιμάζωtransitive verb (attempt [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Have you ever tried bungee jumping? |
προσπαθώverbal expression (strive) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I try to do my best. Προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. |
προσπαθώ, δοκιμάζωverbal expression (test an effect) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Try playing the music softly, and you may hear the violins in the background. Προσπάθησε να παίξεις τη μουσικά χαμηλά και μπορεί να ακούσεις την υπόκρουση από βιολιά. |
προσπαθώverbal expression (endeavor to) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Try to do all of your schoolwork tonight. Προσπάθησε να κάνεις όλα σου τα μαθήματα από απόψε. |
δοκιμάζωtransitive verb (evaluate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You can try these golf clubs before you buy them. Μπορείς να δοκιμάσεις αυτά τα μπαστούνια του γκολφ πριν τα αγοράσεις. |
δοκιμάζωtransitive verb (taste) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Why not try our delicious King Crab salad? Γιατί δε δοκιμάζεις τη νόστιμη σαλάτα King Crab; |
δοκιμάζωtransitive verb (test, sample) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Try it before you decide whether it's difficult. Προσπάθησέ το πριν αποφασίσεις αν είναι δύσκολο. |
προσπάθειαnoun (informal (effort) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Is that your best try? Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις; |
προσπάθειαnoun (sport: attempt at goal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The try at the basket succeeded and they got another two points. |
γκολnoun (rugby: goal) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Wales managed to score a try in the last few minutes of the game. |
δοκιμάζωtransitive verb (test for fit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let me try this shirt to see if it fits. |
εκδικάζωtransitive verb (legal case: judge) (νομικά: υπόθεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The District Attorney will try the corruption case. Ο εισαγγελέας θα εκδικάσει την υπόθεση διαφθοράς. |
δικάζωtransitive verb (law: put on trial) (κάποιον άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He was being tried for murder. Δικαζόταν για φόνο. |
δοκιμάζωtransitive verb (figurative (challenge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Little things are sent to try us", as the saying goes. |
δοκιμάζω να ανοίξω, προσπαθώ να ανοίξωtransitive verb (attempt to open) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He tried the door. |
δοκιμασμένοςadjective (proved to work) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
δοκιμασμένοςadjective (tested and trusted) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Drinking water upside down is a tried and true cure for hiccups. Να πίνεις νερό ανάποδα είναι μια δοκιμασμένη θεραπεία για το λόξυγγα, |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tried στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του tried
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.