Τι σημαίνει το term στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης term στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του term στο Αγγλικά.

Η λέξη term στο Αγγλικά σημαίνει όρος, περίοδος, εξάμηνο, φυλάκιση, θητεία, σχέση, συμφωνία, όρος, όρος, πλήρης κύηση, όρος, όρος, εκφράζω, κοινός όρος, κοινός όρος, ορισμένου χρόνου, περίοδος τεσσάρων ετών, ολοκλήρωση, που δεν έχει ολοκληρώσει κτ, σχολικές διακοπές στη μέση κάθε τριμήνου, που αναφέρεται στις σχολικές διακοπές στη μέση κάθε τριμήνου, μακροπρόθεσμα, βραχυπρόθεσμα, μακροπρόθεσμος, μακροχρόνια φροντίδα, μακροπρόθεσμη ζημία, μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση, μακροπρόθεσμη μνήμη, μακροπρόθεσμη στρατηγική, μεσοπρόθεσμος, ενδιάμεσος, πολύχρωμος, νέο τρίμηνο, διάρκεια φυλάκισης, φυλάκιση, σχολική περίοδος, προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, προκαθορισμένοι/ισχύοντες όροι/κανονισμοί, θέτω όρους/κανονισμούς, βραχυπρόθεσμος, πρόσφατη μνήμη, καλοκαιρινό τρίμηνο, τεχνικός όρος, ασφάλεια για ορισμένο χρονικό διάστημα, υποτιμητικός όρος, χαϊδευτικό, θητεία, εργασία, φυλλάδιο όρων, ακαδημαϊκό έτος, του ακαδημαϊκού έτους, διεύθυνση φοιτητικής στέγης, εμπορικοί όροι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης term

όρος

noun (word or phrase)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The term 'basket case' has an interesting origin.
Ο όρος “θεόμουρλος” έχει ενδιαφέρουσα προέλευση.

περίοδος

noun (period of time)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is a thirty-day term for making payments.
Υπάρχει προθεσμία 30 ημερών για να κάνουμε πληρωμές.

εξάμηνο

noun (part of the school year) (πανεπιστήμιο)

She enrolled in five classes for the spring term.
Γράφτηκε σε πέντε μαθήματα για το θερινό εξάμηνο.

φυλάκιση

noun (prison)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The thief was sentenced to a four-year term of imprisonment.

θητεία

noun (tenure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The president serves a four-year term.
Ο πρόεδρος εκτίει θητεία τεσσάρων ετών.

σχέση

plural noun (relationship)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I heard that they are not dating any more. Are they still on friendly terms?
Άκουσα πως χώρισαν. Έχουν ακόμα φιλικές σχέσεις;

συμφωνία

plural noun (agreement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The two sides came to terms, and signed the contract.
Οι δυο πλευρές έφτασαν σε συμβιβασμό και υπέγραψαν το συμβόλαιο.

όρος

plural noun (fee and conditions)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What are your terms for performing the operation privately, doctor?
Ποιοι είναι οι όροι σας για να κάνετε την επέμβαση ιδιωτικά, γιατρέ;

όρος

plural noun (legal conditions or rules)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
It all depends on the terms of the contract. Is there a warranty?
Όλα εξαρτώνται από τους όρους του συμβολαίου. Υπάρχει εγγύηση;

πλήρης κύηση

noun (full pregnancy)

She carried the baby to term, and it was born healthy.

όρος

noun (mathematics: part of an equation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The first term is unknown and denoted by an 'x'.

όρος

noun (mathematics: part of a series)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The first four terms of this geometric series are 1, 2, 4, 8.

εκφράζω

transitive verb (express)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
It all depends on how you want to term it. Is it cheap or is it inexpensive?
Εξαρτάται από το πως θέλεις να το αποκαλέσεις. Είναι φτηνό ή απλά δεν είναι ακριβό;

κοινός όρος

noun (everyday word for [sth])

κοινός όρος

noun (mathematics: shared item)

ορισμένου χρόνου

adjective (lasting for a specified period of time)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

περίοδος τεσσάρων ετών

noun (official period of four years)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the United States the President serves a four-year term.

ολοκλήρωση

noun (completion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που δεν έχει ολοκληρώσει κτ

adjective (complete)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
John F. Kennedy was not a full-term president as he was assassinated after less than three years in office.
Ο John F. Kennedy δεν ολοκλήρωσε τη θητεία του ως πρόεδρος αφού δολοφονήθηκε τρία χρόνια μετά την εκλογή του.

σχολικές διακοπές στη μέση κάθε τριμήνου

noun (school, etc.: mid-trimester break)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
We're planning to spend a few days in Wales during half term.

που αναφέρεται στις σχολικές διακοπές στη μέση κάθε τριμήνου

noun as adjective (relating to mid-trimester break)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μακροπρόθεσμα

adverb (well into the future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
The investment in new machinery will cost a lot of money, but will be worthwhile in the long term.

βραχυπρόθεσμα

adverb (temporarily, for a brief time in the future)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μακροπρόθεσμος

adjective (extended, over a long time) (αναφορά στο μέλλον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
How can I improve my long-term memory?

μακροχρόνια φροντίδα

noun (ongoing support and attention)

μακροπρόθεσμη ζημία

noun (harm extending into the future)

μακροπρόθεσμη επίπτωση, μακροπρόθεσμη επίδραση

noun (often plural (impact extending into the future)

μακροπρόθεσμη μνήμη

noun (permanent recall of facts)

My long-term memory is fine, but I have no idea what I did this morning.

μακροπρόθεσμη στρατηγική

noun (extensive scheme or plan)

μεσοπρόθεσμος

noun as adjective (finance: of bonds, etc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
These bonds are medium term and have an average maturity of 4.5 years.

ενδιάμεσος

adjective (during term)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The results of the mid-term vote surprised everyone.

πολύχρωμος

adjective (US (having many colours)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

νέο τρίμηνο

noun (school, college: new trimester)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The children are all ready for the new school term.

διάρκεια φυλάκισης

noun (period of imprisonment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's serving a six-month prison term for assaulting her landlord.

φυλάκιση

noun (punishment: prison sentence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The judge sentenced him to a long prison term.

σχολική περίοδος

noun (part of school year)

Children can start school at the beginning of the school term following their fifth birthday.

προκαθορισμένο χρονικό διάστημα

noun (fixed period)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Board members are elected for a set term of two years. Home mortgage loans are payable over a set term, usually fifteen or thirty years.
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου εκλέγονται για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα δύο χρόνων. Τα στεγαστικά δάνεια πληρώνονται για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως δεκαπέντε ή τριάντα χρόνια.

προκαθορισμένοι/ισχύοντες όροι/κανονισμοί

plural noun (established conditions)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θέτω όρους/κανονισμούς

(establish conditions)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We weren't in a position to set terms so had to go along with what they decided.

βραχυπρόθεσμος

adjective (temporary, not long-lasting)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My short-term educational goal is to graduate college.
Ο βραχυπρόθεσμος εκπαιδευτικός μου στόχος είναι να αποφοιτήσω από το πανεπιστήμιο.

πρόσφατη μνήμη

noun (capacity for recall over a brief period)

His short-term memory began to fail when he reached 80 years of age.

καλοκαιρινό τρίμηνο

noun (school trimester from spring to summer)

τεχνικός όρος

noun (specialist name for [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The technical term for bad breath is halitosis.

ασφάλεια για ορισμένο χρονικό διάστημα

noun (insurance: covers a limited time)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υποτιμητικός όρος

noun (offensive or derogatory expression)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
"Chav" is a term of abuse aimed almost exclusively at the white poor.

χαϊδευτικό

noun (affectionate name)

"Sweetie", "sugar" and "honey" are terms of endearment.

θητεία

noun (period in power)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The mayor's term of office is coming to an end.

εργασία

noun (graded essay)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My term paper for history class is due on Monday.

φυλλάδιο όρων

noun (business contract document)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ακαδημαϊκό έτος

noun (UK (months when classes are in session)

του ακαδημαϊκού έτους

noun as adjective (UK (relating to term time)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διεύθυνση φοιτητικής στέγης

noun (home during academic term)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπορικοί όροι

plural noun (import-export price relationship)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του term στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του term

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.