Τι σημαίνει το than στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης than στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του than στο Αγγλικά.
Η λέξη than στο Αγγλικά σημαίνει από, από, χειρότερος και από θάνατο, βιασμός, πάνω από, κάλλιο αργά παρά ποτέ, Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε., καλύτερος από, ανώτερος από, καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέ, καλύτερο από το τίποτα, μεγαλύτερος από κπ/κτ, πιο σπουδαίος από κπ/κτ, πιο σημαντικός από κπ/κτ, σπουδαιότερος από κπ/κτ, σημαντικότερος από κπ/κτ, απλώνω τα πόδια μου πέρα από το πάπλωμά μου, Το αίμα νερό δεν γίνεται., διαφορετικός από κπ/κτ, πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις, πολύς περισσότερος από, κάτι παραπάνω από, πιο γρήγορος από κπ/κτ, πιο γρήγορος από κπ/κτ, βαρύτερος από τον αέρα, φαρισαϊκός, ξέρω ότι δεν πρέπει να, εντυπωσιακός, λιγότερος από, λιγότερος από, μικρότερος από, συνήθως, περισσότερο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, υπεραρκετός, υπεραρκετός, περισσότερο από ποτέ, περισσότερο απο το αναμενόμενο, περισσότερος απο το αναμενόμενο, περισσότερο από το μισό, πάνω από ένας, πάνω από ένας, το αργότερο μέχρι ..., τουλάχιστον, το ίδιο, αμέσως, που δεν είναι άλλος από κπ, το αργότερο μέχρι, τίποτα παραπάνω από, τίποτε παραπάνω από, τίποτα περισσότερο από, τίποτε περισσότερο από, παρά, τίποτα άλλο εκτός από κτ, εντελώς, εκτός, εκτός από, εκτός αυτού, πέρα απ'αυτό, αντί για, παρά, πριν από, Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει., αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλο, χειρότερα από κτ/κπ, χειρότερα από κτ/κπ, χειρότερα από κτ/κπ, νεότερος από, μικρότερος από. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης than
απόconjunction (in a comparison) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) She is smarter than he is. I think it's a lot easier to understand Portuguese than to speak it. Είναι πιο έξυπνη από εκείνον. Νομίζω ότι είναι πολύ πιο εύκολο να καταλάβεις τα Πορτογαλικά από το να τα μιλήσεις. |
απόpreposition (in a comparison) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) My new car is a lot faster than my old one. Το καινούριο μου αμάξι είναι πολύ πιο γρήγορο από το παλιό. |
χειρότερος και από θάνατοnoun (figurative (terrible misfortune) (μοίρα, κατάσταση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βιασμόςnoun (euphemism, obsolete (loss of virginity) (απώλεια παρθενίας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πάνω απόexpression (greater) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If the number of people in the lift is any more than five, it becomes uncomfortably crowded. |
κάλλιο αργά παρά ποτέexpression (it is better to do [sth] late than never) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.expression (informal (It's wise to take precautions.) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλύτερος από, ανώτερος απόexpression (superior to) |
καλύτερα από κάθε άλλη φορά, καλύτερα από ποτέadjective (improved, even greater than before) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I was sad yesterday, but now I'm better than ever. Χθες ήμουν λυπημένος αλλά τώρα είμαι καλύτερα από κάθε άλλη φορά. |
καλύτερο από το τίποταadjective (a small gain) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I hate soup, but it is better than nothing since I am hungry. |
μεγαλύτερος από κπ/κτ(larger) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) When he gets older, he will be bigger than his father. |
πιο σπουδαίος από κπ/κτ, πιο σημαντικός από κπ/κτ, σπουδαιότερος από κπ/κτ, σημαντικότερος από κπ/κτ(figurative (more important) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The Beatles were even bigger than Elvis. |
απλώνω τα πόδια μου πέρα από το πάπλωμά μουverbal expression (figurative, informal (accept an overly ambitious task) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gabriella thought she would enjoy being team leader, but she may have bitten off more than she can chew. |
Το αίμα νερό δεν γίνεται.expression (figurative (family relationships are strongest) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Neil will always support his brother's position on this matter because blood is thicker than water. |
διαφορετικός από κπ/κτ(mainly US, colloquial (different from) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνειςadjective (difficult to do) (δύσκολο στην εφαρμογή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Losing weight is easier said than done. |
πολύς περισσότερος απόpreposition (a much greater quantity than) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The Chinese army has far more than a few thousand soldiers. |
κάτι παραπάνω απόexpression (to a much greater degree than) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) After she cheated on him, Mike was far more than just mad at her. |
πιο γρήγορος από κπ/κτ(able to move more quickly than) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Superman is faster than a speeding bullet. |
πιο γρήγορος από κπ/κτ(less time-consuming than) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ian mostly eats ready-meals because they are faster than cooking from scratch. |
βαρύτερος από τον αέραadjective (aircraft: weighing more than air) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
φαρισαϊκόςadjective (pejorative (sanctimonious) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξέρω ότι δεν πρέπει ναverbal expression (be wise enough not to do [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εντυπωσιακόςadjective (very striking) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) She's a larger-than-life character who is usually the centre of attention. |
λιγότερος απόadjective (not as many as) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We have less than ten places available for students. Έχουμε λιγότερες από δέκα διαθέσιμες θέσεις για φοιτητές. |
λιγότερος από, μικρότερος απόadjective (not as much or as great as) (για ποσότητες, μέγεθος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She ate less than her brother. Five is less than seven. Έφαγε λιγότερο από τον αδερφό της. Το πέντε είναι μικρότερο από το τρία. |
συνήθωςadverb (usually) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Our children's clothes are, more often than not, made in China. |
περισσότεροpreposition (a greater number or amount than) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The other team wanted to win the game more than we did. Η άλλη ομάδα ήθελε να κερδίσει το παιχνίδι περισσότερο απ' ότι εμείς. |
περισσότερο από οτιδήποτε άλλοadverb (above all) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) More than anything, Nina wanted to train to become a pilot. |
περισσότερο από οτιδήποτε άλλοadverb (above everything else) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tim is interested in learning many foreign languages, but more than anything he wants to be able to speak Japanese. |
υπεραρκετόςnoun (plenty) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It's unfair that some people are poor and starving while others have more than enough. Είναι άδικο που κάποιοι άνθρωποι είναι φτωχοί και πεινάνε, ενώ άλλοι έχουν παραπάνω από όσα χρειάζονται. |
υπεραρκετόςexpression (plenty of [sth]) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Please join us for dinner; there's more than enough food. |
περισσότερο από ποτέadverb (to the greatest extent so far) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Your adventure stories make me want to travel more than ever. After spending the weekend with him I like him more than ever. Οι ιστορίες από τις περιπέτειές σου με κάνουν να θέλω να ταξιδέψω περισσότερο από ποτέ. Έχοντας περάσει το Σαββατοκύριακο μαζί του μου αρέσει περισσότερο από ποτέ. |
περισσότερο απο το αναμενόμενοadverb (greater degree than anticipated) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) It rained more than expected last night. |
περισσότερος απο το αναμενόμενοnoun (greater quantity than anticipated) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The number of people attending the match was more than expected. |
περισσότερο από το μισόexpression (greater than 50%) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You were supposed to share the sweets equally but you have given him more than half. |
πάνω από έναςnoun (a number greater than one) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He says he has only had one beer, but the way he is behaving, it looks like he's had more than one. |
πάνω από έναςadjective (greater than one: of [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We will need more than one table as there are 12 people coming to dinner. |
το αργότερο μέχρι ...preposition (on or before, by) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Full payment must be received no later than two weeks before the start of the course. Rooms must be vacated no later than midday. Η πλήρης εξόφληση πρέπει να γίνει το αργότερο δυο εβδομάδες πριν την έναρξη του μαθήματος. Τα δωμάτια πρέπει να αδειάσουν το αργότερο μέχρι το μεσημέρι. |
τουλάχιστονexpression (at least) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) That year, inflation was no less than 60%, and people saw a dramatic fall in the value of their savings. No less than 150 people entered the contest. Εκείνο το χρόνο ο πληθωρισμός ήταν τουλάχιστον 60% και ο κόσμος είδε δραματική πτώση στην αξία των αποταμιεύσεών του. |
το ίδιοexpression (equivalent to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The general said that declaring a no-fly zone would be no less than an act of war. |
αμέσωςexpression (I will do it immediately.) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No sooner said than done; one sandwich coming up. |
που δεν είναι άλλος από κπexpression ([sb] well known) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) We have with us today a man we all know, none other than the champion racer of the entire league. |
το αργότερο μέχριpreposition (before, by) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τίποτα παραπάνω από, τίποτε παραπάνω από, τίποτα περισσότερο από, τίποτε περισσότερο απόexpression (merely, solely) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sympathy is nothing more than the understanding of someone else's feelings. |
παράexpression (actually, in fact) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Some Americans think government oversight of health care is nothing other than socialism. Ορισμένοι Αμερικανοί θεωρούν ότι η αμέλεια που δείχνει η κυβέρνηση για την υγεία δεν είναι παρά σοσιαλισμός. |
τίποτα άλλο εκτός από κτexpression (with noun: only) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nothing short of a full apology will mollify him. |
εντελώςexpression (with adjective: utterly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) His behaviour was nothing short of rude. |
εκτός, εκτός από(apart from) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) There were no applications, other than the internal ones received earlier. Other than a couple seated at a table by the window, the restaurant was deserted. Δεν υπήρχαν αιτήσεις, εκτός από τις εσωτερικές που ελήφθησαν νωρίτερα. Εκτός από ένα ζευγάρι που καθόταν στο τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, το εστιατόριο ήταν έρημο. |
εκτός αυτού, πέρα απ'αυτόexpression (apart from this, otherwise) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αντί γιαconjunction (in preference to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I'll have wine rather than beer with my dinner. If you have a problem at school, it's worth speaking to your teacher rather than keeping quiet about it. |
παράconjunction (in contrast to) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The movie is more of a thriller rather than a horror film. |
πριν απόconjunction (before, earlier than) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The train arrived much sooner than I had expected. |
Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει.expression (figurative (words are powerful) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Some say that the pen is mightier than the sword. |
αυτό δεν είναι όλο, υπάρχει και κάτι άλλοexpression (This is not what it seems) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It seems like he's vanished into thin air, but that's impossible. There's more to this situation than meets the eye. |
χειρότερα από κτ/κπ(not as well as) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You can't possibly sing worse than me. |
χειρότερα από κτ/κπ(more onerous in comparison) This project is worse than the last one. |
χειρότερα από κτ/κπ(more unskillful in comparison) That player is worse than me. |
νεότερος από, μικρότερος απόexpression (not as old as) All of my siblings are younger than me. Όλα τα αδέρφια μου είναι μικρότερα από (or: νεότερα από) εμένα. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του than στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του than
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.