Τι σημαίνει το though στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης though στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του though στο Αγγλικά.

Η λέξη though στο Αγγλικά σημαίνει ωστόσο, παρόλο που, αν και, και ας, -, φαίνεται ότι, σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, λες και ήμασταν συνεννοημένοι, λες και, σαν να, σάμπως να, παρόλο που, κάνω ότι κάνω κτ, κάνω πως κάνω κτ, φαίνεται. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης though

ωστόσο

adverb (however)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
I thought it would be easy to find a job; I was wrong, though.
Πίστευα ότι θα ήταν εύκολο να βρω δουλειά. Έκανα λάθος, όμως.

παρόλο που, αν και

conjunction (although)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Though it was dark out, they went for a walk.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η θεωρία του καθηγητή, καίτοι ενδιαφέρουσα, ήταν εντούτοις εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχτεί.

και ας

conjunction (even if)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I wouldn't call him, though he begged me.
Δεν θα του τηλεφωνούσα δεν πα να με ικέτευε.

-

adverb (slang (complimentary emphasis) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Man, those moves though!
Φίλε, τι κινήσεις είναι αυτές;

φαίνεται ότι

verbal expression (seem)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It appears as though your father is having a mid-life crisis.

σαν να ήμασταν συνεννοημένοι, λες και ήμασταν συνεννοημένοι

expression (as though responding to a signal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tom was thinking about his mother when, as if on cue, she knocked on his front door.

λες και, σαν να, σάμπως να

conjunction (as if)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Jeff was staggering along the path as though he was drunk.
Ο Τζεφ παραπατούσε στον δρόμο, λες και (or: σαν να) ήταν μεθυσμένος.

παρόλο που

conjunction (although, despite the fact that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I decided to walk to the library even though it was raining. Linda came to work even though she was sick.
Παρόλο που έβρεχε, αποφάσισα να πάω στη βιβλιοθήκη με τα πόδια.

κάνω ότι κάνω κτ, κάνω πως κάνω κτ

verbal expression (informal (pretend, feint)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He made as if to throw the ball, but he actually ran with it instead.

φαίνεται

verbal expression (would seem)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
It sounds as though you could do with a vacation!
Φαίνεται να έχεις πραγματικά ανάγκη από διακοπές!

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του though στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του though

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.