Τι σημαίνει το thread στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης thread στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του thread στο Αγγλικά.

Η λέξη thread στο Αγγλικά σημαίνει κλωστή, -, νήμα, περνώ κλωστή, περνάω σε κλωστή, περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ, ανοίγω, περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ, λεπτή στήλη, ακτίνα, αχτίδα, σπείρωμα, νήμα, ρούχα, κουβάρι κλωστής, κοινό στοιχείο, κοινό γνώρισμα, κρέμομαι από μια κλωστή, κρέμομαι από μια κλωστή, μερσεριζέ, ίνες σαφράν, σπείρωμα, κλωστή ραψίματος, πυκνότητα νήματος, ελίσσομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης thread

κλωστή

noun (yarn: thin strand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Use a thread to tie the pieces together.
Δέσε τα κομμάτια με μια κλωστή.

-

noun (figurative (continuity) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There was a thread of humor running throughout his speech.
Σε όλη την ομιλία του υπήρχε μια δόση χιούμορ.

νήμα

noun (figurative (gist)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I glanced at the TV and quickly lost the thread of our conversation.
Έριξα μια ματιά στην τηλεόραση και γρήγορα έχασα το νήμα της κουβέντας μας.

περνώ κλωστή

transitive verb (needle: put thread through) (σε βελόνα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I'll need my glasses to thread this needle.
Χρειάζομαι τα γυαλιά μου για να περάσω την κλωστή στη βελόνα.

περνάω σε κλωστή

transitive verb (bead: put onto a string)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The children were threading colorful beads to decorate the classroom.
Τα παιδιά περνούσαν πολύχρωμες χάντρες σε κλωστές για να στολίσουν την τάξη.

περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ

(bead: put onto a string)

Thread the beads onto the string like this.
Πέρνα τις χάντρες στην κλωστή με αυτό τον τρόπο.

ανοίγω

transitive verb (cut a thread in: a screw) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He threaded the hole so the screw would fit.
Άνοιξε την τρύπα ώστε να χωρέσει η βίδα.

περνάω κτ σε κτ, περνώ κτ σε κτ

(film: feed through)

She threaded the film through the camera.
Πέρασε το φιλμ στην φωτογραφική μηχανή.

λεπτή στήλη

noun (figurative (thin trail: of smoke)

A thread of smoke rose from the fireplace.

ακτίνα, αχτίδα

noun (figurative (thin beam: of light)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A thread of light filtered between the curtains.

σπείρωμα

noun (part of a screw) (το σύνολο των εγκοπών)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
This screw has a very fine thread.

νήμα

noun (internet forum: discussion) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were 200 comments in the thread, so I couldn't read them all.

ρούχα

plural noun (slang (clothes)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Hey! Watch my threads! They're brand new!

κουβάρι κλωστής

noun (thin fibre wound into a ball)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's hard to crochet when the kitten keeps playing with the ball of thread.

κοινό στοιχείο, κοινό γνώρισμα

noun (figurative ([sth] consistent or shared)

κρέμομαι από μια κλωστή

verbal expression (dangle) (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Emergency Room doctor told me that my fingertip was hanging by a thread.

κρέμομαι από μια κλωστή

verbal expression (figurative (be precarious) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sam's life hung by a thread as he struggled to come out of a coma.

μερσεριζέ

noun (type of thread)

ίνες σαφράν

noun (spice: stigma of the saffron) (μπαχαρικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The recipe called for the addition of four saffron threads.

σπείρωμα

noun (ridge of a screw)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλωστή ραψίματος

noun (fine yarn for stitching fabric)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πυκνότητα νήματος

noun (thread density of a woven fabric)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Expensive sheets and pillowcases usually have a very high thread count.

ελίσσομαι

verbal expression (figurative (make your way through: crowd, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We threaded our way through the crowd.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του thread στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του thread

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.