Τι σημαίνει το thought στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης thought στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του thought στο Αγγλικά.

Η λέξη thought στο Αγγλικά σημαίνει σκέψη, άποψη, σκέψη, πρόθεση, σκέψη, σκέψη, λογική, νομίζω, νομίζω, πιστεύω, νομίζω ότι θα, σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι, σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκέφτομαι, βρίσκω, θεωρώ, σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι, το σκέφτομαι, στοχάζομαι, διαλογίζομαι, σκέφτομαι, θεωρώ, σκέφτομαι, θυμάμαι, νομίζω, πιστεύω, τραγική αλήθεια, σε βαθιά περισυλλογή, αφορμή για προβληματισμό, ελεύθερη σκέψη, ελευθερία σκέψης, δεν σκέφτομαι, ξανασκέφτομαι, σκέφτομαι, ευχάριστη σκέψη, χαρούμενη σκέψη, κάποιοι θεωρούν ότι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ειρμός σκέψης, ειρμός των σκέψεων, λογική σκέψη, χαμένος στις σκέψεις του, ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω, θετική σκέψη, ορθολογική σκέψη, σχολή σκέψης, τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεύτερες σκέψεις, δεύτερη σκέψη, συννεφάκι σκέψης, συννεφάκι σκέψης, νοητικό πείραμα, που έχει ληφθεί υπ' όψιν, σχεδιασμένος, τρόπος σκέψης, σκέψη, που σε βάζει σε σκέψεις, καταιγισμός ιδεών, θεωρούμαι, που τον έχω βγάλει από το μυαλό μου, ειρμός των σκέψεων, που χαίρει σεβασμού, καλομελετημένος, ποιος να το 'λεγε;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης thought

σκέψη

noun (idea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I just had a thought: What if we work together?
Μόλις έκανα μια σκέψη: γιατί να μη δουλέψουμε μαζί;

άποψη

noun (result of thinking)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Having considered the matter, my thought now is that we should give him the job.
Σκέφτηκα πολύ πάνω στο ζήτημα, και η άποψή μου τώρα είναι ότι πρέπει να του δώσουμε τη δουλειά.

σκέψη

noun (act of thinking) (συνχά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boy was lost in thought.
Το παιδί ήταν χαμένο στις σκέψεις του.

πρόθεση

noun (purpose)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His thought was to help.
Η πρόθεσή του ήταν να βοηθήσει.

σκέψη

noun (consideration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She gave a lot of thought to her decision. This matter needs some thought.
Η απόφασή της ήταν προϊόν σκέψης. Αυτό το θέμα θέλει σκέψη.

σκέψη

noun (philosophy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Philosophers study a body of thought.

λογική

noun (reasoning)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You should employ thought, not emotion, to come to a solution.

νομίζω

transitive verb (hold an opinion) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think that we should take that road. Perhaps this painting would look better on that wall; what do you think?
Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε αυτόν τον δόμο.

νομίζω, πιστεύω

transitive verb (believe) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think Tom's coming with us. I'll just ask him.
Νομίζω ότι ο Τομ θα έρθει μαζί μας. Θα τον ρωτήσω.

νομίζω ότι θα

transitive verb (intend, determine) (κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think I'll go to the grocer's now.
Σκέφτομαι να πάω στο μανάβικο τώρα.

σκέφτομαι

intransitive verb (reflect, consider)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Bert stepped outside to think for a moment.
Ο Μπερτ βγήκε έξω για να σκεφτεί για λίγο.

σκέφτομαι

(consider)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't know at the moment; I need to think about it again.
Δεν ξέρω ακόμα, πρέπει να το σκεφτώ ξανά.

σκέφτομαι

(be preoccupied)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He was saddened, and thought about her situation all the time.
Ήταν στενοχωρημένος, και αναλογιζόταν συνέχεια την κατάσταση της.

σκέφτομαι να κάνω κάτι

verbal expression (consider possibility)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't even think about asking me to do you any more favours!
Ούτε να σου περάσει από το μυαλό να μου ζητήσεις να σου κάνω άλλες χάρες!

σκέφτομαι, βρίσκω

(devise, invent)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He thought of a new way to manufacture pencils.
Σκέφτηκε έναν καινούριο τρόπο για να φτιάξει μολύβια.

θεωρώ

verbal expression (consider to be)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I think of him as my friend.
Τον θεωρώ φίλο μου.

σκέφτομαι να κάνω κάτι, σκοπεύω να κάνω κάτι

verbal expression (consider: doing [sth])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We're thinking of going to that new Italian restaurant tonight.

το σκέφτομαι

verbal expression (informal (consider)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Have a think, and tell me what you want to do.
Σκέψου το και πες μου τι θέλεις να κάνεις.

στοχάζομαι, διαλογίζομαι

intransitive verb (meditate, daydream) (σκέφτομαι έντονα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Don't bother him, he's thinking.

σκέφτομαι

(take into account) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can't leave me! Think of the children!
Δεν μπορείς να με αφήσεις! Σκέψου τα παιδιά!

θεωρώ

transitive verb (with adjective: regard, consider) (με επίθετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He thought it right to pay his taxes.
Θεωρούσε σωστό να πληρώνει τους φόρους.

σκέφτομαι, θυμάμαι

transitive verb (remember)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you think what we did last weekend?
Μπορείς να σκεφτείς (or: θυμηθείς) τι κάναμε το προηγούμενο σαββατοκύριακο;

νομίζω, πιστεύω

transitive verb (expect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What do you think will happen?
Τι νομίζεις (or: πιστεύεις) πως θα συμβεί;

τραγική αλήθεια

noun (reminder of harsh reality)

It's a sobering thought that thousands of graduates will never find a job.
Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι χιλιάδες απόφοιτοι δεν θα καταφέρουν ποτέ να βρουν δουλειά.

σε βαθιά περισυλλογή

expression (thinking intensely) (είμαι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Deep in thought, she didn't hear him call her name.

αφορμή για προβληματισμό

noun (figurative ([sth] worth thinking about)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Yes, your ideas have certainly given me food for thought!
Ναι, οι ιδέες σου σαφέστατα μου έδωσαν τροφή για σκέψη!

ελεύθερη σκέψη

noun (rationalism) (ορθολογισμός)

ελευθερία σκέψης

noun (right to hold beliefs)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The reason most democracies separate church and state is to insure that every citizen has freedom of thought.

δεν σκέφτομαι

verbal expression (informal (consideration)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Most people don't give a second thought to the problems of the homeless.

ξανασκέφτομαι

verbal expression (informal (rethink)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He dropped what he was doing and went to her without giving it a second thought.

σκέφτομαι

verbal expression (consider)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Before planting a tree you need to give thought to what is suitable for your garden.

ευχάριστη σκέψη, χαρούμενη σκέψη

noun (pleasant thing to think of)

κάποιοι θεωρούν ότι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι

(some people may imagine)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It might be thought that the English are unfriendly, but they are just reserved.

ειρμός σκέψης, ειρμός των σκέψεων

noun (train of thinking)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

λογική σκέψη

noun (rational, coherent thinking)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She was distressed after the accident and incapable of logical thought.

χαμένος στις σκέψεις του

expression (thinking deeply)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω

interjection (God forbid)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Beryl could become my new boss; perish the thought!

θετική σκέψη

noun (optimistic or cheerful idea)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ορθολογική σκέψη

noun (reason, coherent thinking)

σχολή σκέψης

noun (collective view)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Markham and Fishburn belong to very different schools of thought.

τώρα που το ξανασκέφτομαι

interjection (informal (change of mind)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I need to speak to the kids about this; on second thoughts, perhaps I'll wait until my husband gets home.

δεύτερες σκέψεις

plural noun (regrets, doubts) (για ειλημμένη απόφαση)

Gary is having second thoughts about joining the army.
Ο Γκάρι έχει δεύτερες σκέψεις σχετικά με την απόφασή του να καταταχτεί στον στρατό.

δεύτερη σκέψη

noun (hesitation, consideration)

She accepted the job without a second thought.
Δέχτηκε τη δουλειά χωρίς δεύτερη σκέψη.

συννεφάκι σκέψης

noun (cartoon: bubble showing what [sb] is thinking)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συννεφάκι σκέψης

noun (comic: balloon showing thoughts)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

νοητικό πείραμα

noun (hypothetical study or question)

που έχει ληφθεί υπ' όψιν

adjective (informal (taken into consideration)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχεδιασμένος

adjective (planned, considered)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

τρόπος σκέψης

noun (habitual way of thinking)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σκέψη

noun (thinking, train of thought)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

που σε βάζει σε σκέψεις

adjective (that makes you think)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This book on consumerism is a thought-provoking read.

καταιγισμός ιδεών

noun (figurative (brainstorm)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

θεωρούμαι

adjective (believed or considered to be [sth])

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
He was thought to be a good student, until he was caught with drugs.

που τον έχω βγάλει από το μυαλό μου

adjective (informal (devised, invented)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ειρμός των σκέψεων

noun (sequence of ideas)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I got confused when I was explaining it, and lost my train of thought.

που χαίρει σεβασμού

adjective (person: respected)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλομελετημένος

adjective (carefully considered)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ποιος να το 'λεγε;

interjection (expressing surprise)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Wow, that's really interesting – who would've thought?

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του thought στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του thought

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.