Τι σημαίνει το even στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης even στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του even στο Αγγλικά.

Η λέξη even στο Αγγλικά σημαίνει ακόμα, ακόμα και, ακόμη και, ακόμα και, επίπεδος, ομοιόμορφος, ίσιος, κανονικός, ίσος, ισόπαλος, ζυγός, λείος, ισάξιος, ακριβώς, ίσιος, ίσος, πάτσι, ήρεμος, βράδυ, Ίβεν, ίβεν, γίνομαι ισοπαλία, ισοφαρίζω, ισιώνω, λειαίνω, ισιώνω, ισιώνω, εξισορροπούμαι, εξισορροπώ, ισοσκελίζω, ισοσκελίζομαι, φτάνω στο νεκρό σημείο, νεκρό σημείο, ακόμα καλύτερος, ακόμα καλύτερα, ακόμα και αν, ακόμα και στην περίπτωση που, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο, ακόμα και τώρα, ζυγός αριθμός, ακόμα και αν, ακόμα και έτσι, ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που, παρόλο που, ισοπαλία, σε ίσα μέρη, ήρεμος, ήπιος, δίκαιος, εκδικούμαι, εκδικούμαι, εκδικούμαι κπ για κτ, ούτε καν, μονά-ζυγά, αμερόληπτα, αντικειμενικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης even

ακόμα

adverb (still, yet)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I feel even worse than I look.
Αισθάνομαι ακόμα χειρότερα από όσο δείχνω.

ακόμα και

adverb (including: extreme case)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
It was so easy, even a child could do it.
Ήταν τόσο απλό που ακόμα και ένα παιδί μπορούσε να το κάνει.

ακόμη και, ακόμα και

adverb (despite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He didn't leave her even after all she had said.
Δεν την εγκατέλειψε, ακόμη και ύστερα από όλα όσα είπε.

επίπεδος

adjective (flat) (ομαλός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This floor's not very even.
Το πάτωμα δεν είναι και τόσο επίπεδο.

ομοιόμορφος

adjective (uniform) (ίδιος, σταθερός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Apply the paint in an even layer over the surface.
Άπλωσε ένα ομοιόμορφο στρώμα μπογιάς στην επιφάνεια.

ίσιος

adjective (level)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When you hang the curtains, remember that the curtain rod and the top of the window should be even.
Όταν κρεμάσεις τις κουρτίνες, θυμήσου ότι το κοντάρι της κουρτίνας πρέπει να είναι ίσιο σε σχέση με την κορυφή του παραθύρου.

κανονικός

adjective (no fluctuations) (χωρίς διακυμάνσεις)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His pulse was very even.
Ο σφυγμός του ήταν κανονικός.

ίσος

adjective (mainly US (equal in quantity) (σε ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Add an even mixture of milk and cream.
Προσθέστε ίσες ποσότητες γάλακτος και κρέμας.

ισόπαλος

adjective (sports: tied) (αθλητικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She was winning a moment ago but now they're even.
Πριν ένα λεπτό νικούσε εκείνη, αλλά τώρα είναι ισοπαλία.

ζυγός

adjective (number: divisible by two) (αριθμοί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Since there's an even number of us we can work in pairs.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Άρτιοι λέγονται οι αριθμοί που μπορούν να διαιρεθούν με το 2.

λείος

adjective (smooth)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
He sanded the table to make the surface even.
Έτριψε με γυαλόχαρτο το τραπέζι για να κάνει την επιφάνεια λεία.

ισάξιος

adjective (equal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
They're such even players that their games go on forever.
Είναι τόσο ισάξιοι ως παίκτες που τα παιχνίδια τους διαρκούν πάρα πολύ.

ακριβώς

adjective (exact)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
It cost an even two dollars.
Κόστισε ακριβώς δυο δολάρια.

ίσιος

adjective (horizontal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She made sure the pictures were even.
Βεβαιώθηκε ότι οι εικόνες ήταν ίσιες.

ίσος

adjective (equal in measure)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The pressure has to be even in all four tyres.
Η πίεση πρέπει να είναι ίση σε καθένα από τα τέσσερα λάστιχα.

πάτσι

adjective (people: owe nothing) (καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
After you make this payment we'll be even.
Όταν πληρώσεις αυτά τα χρήματα θα είμαστε πάτσι.

ήρεμος

adjective (temper: calm)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
She has intelligence, good looks and an even temper.
Έχει εξυπνάδα, καλή εμφάνιση και ήρεμο χαρακτήρα.

βράδυ

noun (archaic or literary (evening)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It was a beautiful summer's even and everything was bathed in golden light.

Ίβεν

noun (member of Siberian people)

The Evens are a people living in the far east of Russia.

ίβεν

proper noun (language) (γλώσσα)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

γίνομαι ισοπαλία

intransitive verb (become equal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The score evened towards the end of the game.
Το σκορ έγινε ισοπαλία προς στο τέλος του παιχνιδιού.

ισοφαρίζω

transitive verb (make equal) (αθλητικός αγώνας)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
United scored in the last minute to even the score.
Η United έβαλε γκολ την τελευταία στιγμή και ισοφάρισε το σκορ.

ισιώνω

transitive verb (make level) (κάνω ομοιόμορφο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They used a roller to even the lawn.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πήρε μια τσουγκράνα και άρχισε να σιάζει τα χορτάρια.

λειαίνω

transitive verb (make smooth)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He evened the surface of the door with a plane.
Λείανε την επιφάνεια της πόρτας με μια πλάνη.

ισιώνω

phrasal verb, intransitive (become flatter or more level)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ισιώνω

phrasal verb, transitive, separable (make flatter, smoother)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξισορροπούμαι

phrasal verb, intransitive (become more balanced or equal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εξισορροπώ

phrasal verb, transitive, separable (make more balanced)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ισοσκελίζω

phrasal verb, transitive, separable (make balanced, fair)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ισοσκελίζομαι

phrasal verb, intransitive (balance out)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φτάνω στο νεκρό σημείο

verbal expression (not make profit or loss)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At the rate we're going, we'll be lucky to break even at year's end.
Με τον ρυθμό που πηγαίνουμε θα είμαστε τυχεροί αν ρεφάρουμε στο τέλος του χρόνου.

νεκρό σημείο

noun (equal income and expenses) (μεταφορικά: οικονομικά)

We have to increase sales if we want to reach breakeven this year.

ακόμα καλύτερος

adjective (greater or nicer still)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ακόμα καλύτερα

adverb (with more skill, etc.)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
He plays the guitar even better than we originally thought.
Παίζει κιθάρα ακόμα καλύτερα απ' ό,τι αρχικά νομίζαμε.

ακόμα και αν, ακόμα και στην περίπτωση που

conjunction (in the unlikely case that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even if we never see each other again, I'll always remember you. I'd still love chocolate even if everyone else hated it.
Ακόμα κι αν δεν ειδωθούμε ποτέ ξανά, θα σε θυμάμαι για πάντα. Θα συνέχιζα να λατρεύω τη σοκολάτα, ακόμα κι αν όλοι τη μισούσαν.

ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο

adjective (not so, not as) (ακολουθεί επίθετο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This year's episodes of "Love or Lust" on TV are even less interesting than last year's.

ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο

adverb (to a smaller degree)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακόμα περισσότερο, ακόμα πιο

adverb (still more, all the more)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vigilance is even more necessary now than it was two years ago. If you do this for her she'll love you even more.
Η επαγρύπνηση είναι ακόμα πιο απαραίτητη τώρα απ' ό,τι πριν από δύο χρόνια. Αν το κάνεις αυτό για εκείνη, θα σε αγαπήσει ακόμα περισσότερο.

ακόμα και τώρα

adverb (still, continuing in the present)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even now there are people who believe the moon landing was a hoax.

ζυγός αριθμός

noun (2, 4, 6, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
All even numbers are divisible by two.

ακόμα και αν, ακόμα και έτσι

adverb (nevertheless)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I know you don't like vegetables, darling. Even so, you must eat them.
Αγάπη μου, το ξέρω ότι δεν σου αρέσουν τα λαχανικά. Ακόμα και έτσι πρέπει να τα φας όμως.

ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που

adverb (including at that point)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I was only five years old but even then I knew that war was a terrible thing.

παρόλο που

conjunction (although, despite the fact that)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I decided to walk to the library even though it was raining. Linda came to work even though she was sick.
Παρόλο που έβρεχε, αποφάσισα να πάω στη βιβλιοθήκη με τα πόδια.

ισοπαλία

adjective (completely equal, fifty-fifty)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The two teams were even-stevens at halftime.

σε ίσα μέρη

adverb (equally)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
We'll split the winnings even-stevens.

ήρεμος, ήπιος

adjective (mild mannered)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
My father was an even-tempered man who never raised his voice.

δίκαιος

adjective (fair, equitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκδικούμαι

(revenge)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
After Sam tricked him, Derek was determined to get even.

εκδικούμαι

(revenge)

I'm going to get even with him when I see him.

εκδικούμαι κπ για κτ

(revenge)

Pilar made plans to get even with her sister for breaking her promise.

ούτε καν

interjection (slang (no!)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μονά-ζυγά

noun (betting game)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμερόληπτα, αντικειμενικά

expression (figurative (impartially)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
He treats everyone with an even hand.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του even στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του even

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.