Τι σημαίνει το three στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης three στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του three στο Αγγλικά.
Η λέξη three στο Αγγλικά σημαίνει τρία, τρία, τριάδα, τρεις, τρεις, τριών, τρία, στις τρεις, τρίτη, τριάρι, τρεις διαστάσεις, τρισδιάστατος, τρισδιάστατη μακέτα, τρισδιάστατο μοντέλο, μετράω μέχρι το τρία, με τρεις τρόπους, με το τρία, τριάδα, σετ από τρία αντικείμενα, Τρία τυφλά ποντικάκια, τριακοστός, τρεις η ώρα, τρεις η ώρα, τρία όμοια, τρείς φορές, επί τρία, με τρία πιάτα, τρισδιάστατος, πειστικός, τρία τέταρτα, τρίποδος, σετ τριών κομματιών, σετ τριών τεμαχίων, σετ τριών μερών, συγκρότημα με τρία μέλη, τριών κομματιών, τριών τεμαχίων, τριών μερών, 3 κομματιών, 3 τεμαχίων, 3 μερών, τριμελής, κοστούμι, σετ σαλονιού με καναπέ και δύο πολυθρόνες, σπαστή σφυρίχτρα που αποτελείται από 3 τμήματα, αναστροφή οχήματος σε στενό δρόμο με συνδυασμό έμπροσθεν και όπισθεν ταχύτητας, τρίποντο, τρία τέταρτα, κατά τα τρία τέταρτα, τσίρκο, χάος, τσίρκο, τρίπλευρος, τριώροφο διαμέρισμα, αγώνας 3000 μέτρων με φυσικά εμπόδια, τριπλός, τηλεφώνημα με τρεις συνομιλητές, τρίο, τρίκυκλο, τριπλός, τριπλός, τρεις φορές, τρίπτυχο σκηνικό, τριπλό χτύπημα, είκοσι τρία, είκοσι τρεις, είκοσι τριών, είκοσι τρεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης three
τρίαnoun (cardinal number: 3) (απόλυτος αριθμός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Multiply that number by three. Πολλαπλασίασε αυτόν τον αριθμό με το τρία. |
τρίαnoun (symbol for number 3) (σύμβολο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Write a three in the blank. Γράψε ένα τριάρι στο κενό. |
τριάδαnoun (people, things: set, group of 3) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Detroit Three were famous thieves. This set of underwear comes in a three. Η τριάδα του Ντιτρόιτ ήταν διάσημοι κλέφτες. |
τρειςnoun (time: 3 o'clock) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I'm meeting Anne at three. |
τρειςadjective (3 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I have three coins. Έχω τρία κέρματα. |
τριώνadjective (3 years of age) (ετών, χρονών) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) When Jasper was three, his family moved to France. Όταν ήταν τριών ο Τζάσπερ η οικογένειά του μετακόμισε στη Γαλλία. |
τρίαpronoun (people, things: 3 of them) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I baked nine muffins but there are only three left. |
στις τρειςnoun (US, written (third day of specified month) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This will be due June 3. Αυτό πρέπει να παραδοθεί στις τρεις Ιουνίου. |
τρίτηnoun (mainly UK, written (third day of specified month) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Entries to the photography competition must be received by 3 April. |
τριάριnoun (playing card: with 3 pips) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The dealer gave me a three. |
τρεις διαστάσειςnoun (abbreviation (three dimensions) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τρισδιάστατοςadjective (abbreviation (film: stereoscopic) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρισδιάστατη μακέταnoun (abbreviation (maquette) |
τρισδιάστατο μοντέλοnoun (abbreviation (computer simulation) (Η/Υ) |
μετράω μέχρι το τρίαadverb (while counting to 3) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abigail paused for a count of three before telling her husband why she was angry. |
με τρεις τρόπουςadverb (threefold) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I split the bar of chocolate in three ways so we could have a piece each,. |
με το τρίαadverb (after counting to 3) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The race will start on the count of three. |
τριάδα, σετ από τρία αντικείμεναnoun (trio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Instead of buying just one wine glass, I decided to get a set of three. |
Τρία τυφλά ποντικάκιαnoun (nursery rhyme) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τριακοστόςadjective (300 of [sth]) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρεις η ώραnoun (time: 3 P.M.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρεις η ώραnoun (time: 3 A.M.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρία όμοιαnoun (poker hand) (πόκερ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) If two or more players have a full house, then the player with the best three of a kind wins. |
τρείς φορέςadverb (threefold) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I just bought a house that is three times more expensive than my previous one. |
επί τρίαadverb (multiplied by three) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) If you multiply three times three, you get nine. |
με τρία πιάταnoun as adjective (meal: in three parts) (γεύμα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρισδιάστατοςadjective (shape: solid) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πειστικόςadjective (figurative (character: convincing) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρία τέταρταnoun (music: 3/4 time signature) (μουσική) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Waltzes are usually in three-four time. |
τρίποδοςadjective (having three legs) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σετ τριών κομματιών, σετ τριών τεμαχίων, σετ τριών μερώνnoun (item of clothing with 3 parts) (ρούχο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συγκρότημα με τρία μέληnoun (informal (music group with 3 members) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τριών κομματιών, τριών τεμαχίων, τριών μερώνnoun as adjective (clothing: with 3 pieces) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
3 κομματιών, 3 τεμαχίων, 3 μερώνnoun as adjective (furniture suite: with 3 items) (έπιπλο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τριμελήςnoun as adjective (music group: with 3 members) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κοστούμιnoun (men's formal outfit) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My brother looks surprisingly good in a three-piece-suit. |
σετ σαλονιού με καναπέ και δύο πολυθρόνεςnoun (two armchairs and sofa) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Glenn has just bought a new three-piece suite. |
σπαστή σφυρίχτρα που αποτελείται από 3 τμήματαnoun (musical instrument) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) My grandfather taught me how to play the three-piece whistle. |
αναστροφή οχήματος σε στενό δρόμο με συνδυασμό έμπροσθεν και όπισθεν ταχύτηταςnoun (three-stage vehicle turn) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τρίποντοnoun (US (basketball: goal made from behind three-point line) (μπάσκετ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τρία τέταρταnoun (three parts out of four, 75%) |
κατά τα τρία τέταρταadjective (by three parts out of four, by 75%) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τσίρκοnoun (US (circus with three performance areas) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Barnum & Bailey presents a three-ring circus every spring in New York City. |
χάος, τσίρκοnoun (US, figurative (chaotic scene) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) With all the children yelling and dogs barking, the party became a three-ring circus. |
τρίπλευροςadjective (having three sides) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τριώροφο διαμέρισμαnoun (flat with three floors) |
αγώνας 3000 μέτρων με φυσικά εμπόδιαnoun (Olympic event) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
τριπλόςadjective (involving three) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τηλεφώνημα με τρεις συνομιλητέςnoun (phone call with three people) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρίοnoun (sex with three people) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τρίκυκλοnoun (vehicle with three wheels) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τριπλόςadjective (having three parts) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The problem is threefold, so it cannot be solved easily. |
τριπλόςadjective (treble, triple, times three) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There was a threefold increase in sales last month. |
τρεις φορέςadverb (by three, three times) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The size of the student body has increased threefold in the past twenty years. |
τρίπτυχο σκηνικόnoun (stage scenery) The play's threefold was beautifully painted. |
τριπλό χτύπημαnoun (baseball) (στο μπέιζμπολ) The crowd cheered when the batter hit a triple. |
είκοσι τρίαnoun (cardinal number: 23) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Twenty-three is the ninth prime number. |
είκοσι τρειςadjective (23 in number) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The debate was adjourned at twenty-three minutes past ten. |
είκοσι τριώνadjective (23 years of age) (ετών, χρονών) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sue left Canada at the age of twenty-three. When I was 23, I went on a round-the-world trip. Έφυγε από τον Καναδά στα είκοσι τρία της. |
είκοσι τρειςpronoun (people, things: 23 of them) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του three στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του three
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.