Τι σημαίνει το tierra στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tierra στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tierra στο ισπανικά.

Η λέξη tierra στο ισπανικά σημαίνει στεριά, ξηρά, γη, χώμα, γη, γη, γείωση, γείωση, έδαφος, χώμα, χτήμα, κτήμα, τόπος, χώρα, γη, χώμα, περιοχή κπ, γη, γη, αλσύλλιο για ξύλευση, εδάφη, υποστατικό με γη, περιοχή, προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι, Γη, γειώνω, της γης, καθηλώνω στο έδαφος, γειώνω, χερσαίος, βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριά, εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος, εδάφους-εδάφους, ηπειρωτική χώρα, πατρίδα, πατρίδα, μεγαθήριο, κρατάω απόσταση από κπ/κτ, ξεθάβω, εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω, οργώνω, πατρίδα, αποβάθρα, ρίζες, γεωεπιστήμη, διατομίτης, διαψεύδω, χωμάτινος, χωματένιος, προς την ξηρά, που κατευθύνεται προς τη γη, νεκρός, πεθαμένος, εκτός πραγματικότητας, που είναι κάτω από τη γη, στην ενδοχώρα, κάτω από τη γη, κάτω από το έδαφος, στην ενδοχώρα, πίσω, από ξηράς, στη στεριά, στην ξηρά, στη γη, στην ξηρά,στη στεριά, στην ξηρά,στη στεριά, σε όλο τον κόσμο, σε όλη την γη, στη στεριά, στου διαόλου την μάνα, στου διαόλου το κέρατο, χωράφι, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γαιοσκώληκας, καλλιεργήσιμη γη, ύπνος, χώμα της Σιένας, χώμα της Σιένης, σκουλήκι, εργάτης σε υπόγεια έργα, ουδέτερη ζώνη, Χώρα του Ποτέ, ουδέτερη ζώνη, η Γη της Επαγγελίας, καλός άνθρωπος, άδεια εξόδου στη στεριά, παρθένο έδαφος, χελώνα, χωμάτινο γήπεδο τένις, χωματόδρομος, στεριά, γεωεπιστήμες, πλήρωμα, προσωπικό εδάφους, η Γη της Επαγγελίας, γενέτειρα,πατρίδα, Μητέρα Γη, γενέτειρα,πατρίδα, πατρίδα, βοσκότοπος, γόνιμο έδαφος, καμμένη γη, στρατηγική καμμένης γης, ξηρά, στεριά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tierra

στεριά, ξηρά, γη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Colón navegó durante más de dos meses antes de avistar tierra.
Ο Κολόμβος ταξίδεψε περισσότερο από δυο μήνες πριν δει στεριά.

χώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lucy cavó en la tierra de su huerta de vegetales para dejarla lista para plantar.
Η Λούσι έσκαψε το χώμα στο λαχανόκηπό της για να το προετοιμάσει για το φύτεμα.

γη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aquí la tierra es rica y fértil.
Το έδαφος (or: χώμα) εδώ είναι εύφορο και γόνιμο.

γη

nombre femenino (suelo) (έδαφος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La bomba cayó a tierra.
Η βόμβα έπεσε στη γη.

γείωση

nombre femenino (electricidad) (ηλεκτρολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Debes recordar hacer la conexión a tierra apropiadamente.
Πρέπει να θυμηθείς να συνδέσεις σωστά τη γείωση.

γείωση

(ηλεκτρισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los enchufes eléctricos de los EE.UU. tienen dos polos vivos y uno a tierra.
Οι πρίζες στις ΗΠΑ έχουν δύο ηλεκτροφόρες περόνες και μία γείωση.

έδαφος, χώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El suelo aquí es rico en color y minerales.
Η γη εδώ είναι πλούσια σε χρώμα και μεταλλικά στοιχεία.

χτήμα, κτήμα

(στην εξοχή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El terreno de la mansión se extiende hasta el río.
Τα κτήματα της έπαυλης έφταναν ως το ποτάμι.

τόπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Es de un país muy lejano.
Είναι από μια μακρινή χώρα.

χώρα

(figurado) (μτφ: κάτοικοι χώρας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La reina ha enfurecido a todo el pueblo con su extravagancia.
Η βασίλισσα εξόργισε ολόκληρη τη χώρα με τις υπερβολές της.

γη

(χώμα, έδαφος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las granjas tienen éxito porque aquí el suelo (or: terreno) es muy rico.
Οι φάρμες ευημερούν επειδή η γη εδώ είναι πολύ εύφορη.

χώμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me gusta la jardinería; me gusta meter las manos en la tierra.
Μ' αρέσει η κηπουρική· μου αρέσει να βουτάω τα χέρια μου στο χώμα.

περιοχή κπ

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γη

nombre femenino (feudalismo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλσύλλιο για ξύλευση

(con árboles)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La mayor parte de la tierra estaba pelada para la siembra, pero todavía había tierra con árboles para proveer leña para el invierno.

εδάφη

(πάτρια εδάφη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tim disfrutó sus viajes, pero ahora echaba de menos su tierra natal.

υποστατικό με γη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El territorio del puma llegaba desde el borde de la ciudad hasta el río.

προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι

(αεροπλάνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El piloto aterrizó con suavidad.
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με ασφάλεια.

Γη

nombre propio femenino (planeta) (πλανήτης)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
La Tierra gira alrededor del sol.
Η Γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο.

γειώνω

locución verbal (ηλεκτρολογία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Está ese cable conectado a tierra?
Έχεις γειώσει αυτή την πρίζα;

της γης

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καθηλώνω στο έδαφος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El avión se dejó en tierra debido a un fallo mecánico.

γειώνω

locución verbal (AmL)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta conexión pone a tierra el aparato para evitar que sufras una descarga.

χερσαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los autobuses terrestres son populares entre los turistas en África.

βολή από αεροσκάφος προς στόχο στην στεριά

adjetivo

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Como armas aire-tierra, este avión lleva una gran variedad de bombas convencionales e incluso algunos dispositivos nucleares.

εδάφους-αέρος, επιφανείας-αέρος

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εδάφους-εδάφους

locución adjetiva (πύραυλος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηπειρωτική χώρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los transbordadores salen hacia el continente cada una hora.
Τα φέρι για την ηπειρωτική χώρα φεύγουν κάθε ώρα ακριβώς.

πατρίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vivo en Norteamérica, pero España es mi patria.

πατρίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jorge ansía ver su patria de nuevo.

μεγαθήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este dinosaurio fue un mastodonte que empequeñecía a las otras criaturas.

κρατάω απόσταση από κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεθάβω

(από τη γη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Empieza a trasplantar el árbol desenterrando la raíz entera.
Ξεκίνα να μεταφυτεύεις το δέντρο ξεθάβωντας ολόκληρη τη μπάλα της ρίζας.

εξαλείφω, καταπνίγω, ξεριζώνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los curas de la Inquisición Española pretendían aniquilar toda herejía.
Οι ιερείς της ισπανικής Ιεράς Εξέτασης ήλπιζαν να εξαλείψουν κάθε αίρεση.

οργώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πατρίδα

(de los padres)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tony nació en Inglaterra, pero su patria es Italia.

αποβάθρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El barco estaba amarrado al embarcadero donde Tom lo dejó.
Η βάρκα ήταν δεμένη στην αποβάθρα όπου την είχε αφήσει ο Τομ.

ρίζες

(lugar) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La familia tiene sus raíces en Devon.
Οι οικογενειακές τους ρίζες εντοπίζονται στο Ντέβον.

γεωεπιστήμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διατομίτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

διαψεύδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El fracaso de su negocio defraudó las esperanzas de Sally de tener una vida mejor.

χωμάτινος, χωματένιος

locución adjetiva (olor) (μυρωδιά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El jardín tiene un olor a tierra después de la lluvia.

προς την ξηρά

locución adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που κατευθύνεται προς τη γη

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νεκρός, πεθαμένος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi tío tenía 90 años, ahora está muerto y bajo tierra.

εκτός πραγματικότητας

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los políticos que creen que pueden recortar los servicios públicos y mantener su popularidad no tienen los pies en la tierra.
Οι πολιτικοί που πιστεύουν ότι μπορούν να υποβιβάσουν τις δημόσιες υπηρεσίες και να διατηρήσουν τη δημοφιλία τους βρίσκονται προφανώς εκτός πραγματικότητας.

που είναι κάτω από τη γη

locución adjetiva (μεταφορικά: νεκρός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην ενδοχώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando los peces se agotaron, muchos de los pescadores tuvieron que mudarse tierra adentro y conseguir nuevos trabajos.

κάτω από τη γη, κάτω από το έδαφος

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los topos viven bajo tierra.
Οι τυφλοπόντικες σκάβουν λαγούμια κάτω από τη γη.

στην ενδοχώρα

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πίσω

(con pronombre) (στην χώρα καταγωγής)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Doris extrañaba la vida en su casa en Australia.

από ξηράς

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Podemos tomar el barco y atravesar el lago Michigan o ir por tierra a través de Chicago.

στη στεριά, στην ξηρά

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No creí que había sobrevivido al naufragio hasta que estuve en tierra firme.

στη γη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡No hay nada sobre la faz de la Tierra como eso!

στην ξηρά,στη στεριά

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El guepardo es el animal más rápido en tierra firme.

στην ξηρά,στη στεριά

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El buzo estaba feliz de estar de nuevo en tierra firme.

σε όλο τον κόσμο, σε όλη την γη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sería bueno que la paz reinara en todo el mundo, para variar.

στη στεριά

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Fue un alivio bajar del barco y volver a estar en tierra firme.
Ήταν μεγάλη ανακούφιση να αποβιβάζεται κανείς από το πλοίο και να πατά το πόδι του πάλι στη στεριά.

στου διαόλου την μάνα, στου διαόλου το κέρατο

expresión (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωράφι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El avió sobrevoló la tierra de labranza y los bosques.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

Las propiedades vitalicias son bastante raras en este área porque hay muchas propiedades comerciales.

γαιοσκώληκας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las lombrices de tierra benefician mucho a las huertas.

καλλιεργήσιμη γη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ύπνος

(figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χώμα της Σιένας, χώμα της Σιένης

locución nominal femenina (καφεκόκκινη άργιλος)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σκουλήκι

locución nominal femenina (για δόλωμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εργάτης σε υπόγεια έργα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ουδέτερη ζώνη

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitas un permiso para entrar en tierra de nadie.

Χώρα του Ποτέ

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
No podemos seguir viviendo en el país del Nunca Jamás, tenemos que empezar a cuidar los recursos naturales.
Δεν γίνεται να συνεχίσουμε να ζούμε με χίμαιρες. Θα πρέπει να φροντίσουμε καλύτερα τους πόρους της Γης.

ουδέτερη ζώνη

Durante la guerra, deambulaba por tierra de nadie y casi le disparan sus propias tropas.

η Γη της Επαγγελίας

nombre propio femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Moisés guió al pueblo israelí hacia la Tierra Prometida.

καλός άνθρωπος

expresión

Es la sal de la Tierra y ayudaría a cualquiera que se lo pida.

άδεια εξόδου στη στεριά

(ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos los marineros tendrán un franco de ría en Dover.

παρθένο έδαφος

Los agricultores cultivan vainilla en la tierra virgen de las islas Vava´u.

χελώνα

locución nominal femenina (AR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χωμάτινο γήπεδο τένις

(ES)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rafa Nadal es un gran jugador de tierra batida.

χωματόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La calle principal está pavimentada pero todas las demás son calles de tierra.
Η οδός Main είναι ασφαλτοστρωμένη, αλλά οι υπόλοιποι δρόμοι δεν είναι παρά χωματόδρομοι.

στεριά

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estábamos contentos de volver a tierra firme después de nuestro desastroso crucero.
Είμαστε πολύ χαρούμενοι που επιστρέψαμε στη στεριά μετά την καταστροφική κρουαζιέρα μας.

γεωεπιστήμες

locución nominal femenina plural

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

πλήρωμα, προσωπικό εδάφους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η Γη της Επαγγελίας

(Biblia) (Βιβλικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γενέτειρα,πατρίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un patriota está dispuesto a sacrificarse por su tierra natal.

Μητέρα Γη

locución nominal femenina

γενέτειρα,πατρίδα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Después de seis años de vivir en el extranjero deseaba volver a su tierra natal.

πατρίδα

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hace casi diez años que no he vuelto a mi tierra natal.

βοσκότοπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Las granjas con buenas tierras de pastoreo tienen vacas que producen leche excelente.

γόνιμο έδαφος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los vegetales crecen mejor en tierra fértil.

καμμένη γη

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los soviéticos utilizaron la táctica de la tierra quemada para frenar en avance de los nazis durante la II Guerra Mundial.

στρατηγική καμμένης γης

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La táctica de tierra quemada intenta frenar el avance de los enemigos destruyendo todas sus posibles fuentes de suministros.

ξηρά, στεριά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pasé tanto miedo en aquel barco que besé el suelo al llegar a tierra firme.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tierra στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του tierra

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.