Τι σημαίνει το tiempo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tiempo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tiempo στο ισπανικά.

Η λέξη tiempo στο ισπανικά σημαίνει χρόνος, ώρα, ημίχρονο, χρόνος, καιρός, διάστημα, χρονική περίοδος, διάρκεια, χρόνος, νότα, περίοδος, χρόνος, διάρκεια ζύμωσης, χρονική περίοδος, χρονικός, ερασιτεχνικός, τελικά, στα γρήγορα, επ' αόριστον, πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του, στο παρελθόν, ελεύθερος χρόνος, χρονομερίδιο, πνεύμα των καιρών, μέλλοντας, καθυστερήσεις λόγω τραυματισμών, άδεια πριν την απόλυση, Ανατολική Ζώνη Ώρας, Ανατολική Ώρα, MST, χωροχρόνος, τριγυρίζω, περιφέρομαι, περπατάω αργά, πηγαίνω αργά, μετά από λίγο, χωροχρόνος, χωροχρονικός, μετρώ, χρόνος διαρκείας, χωροχρονικός, μαζί με, παρελθοντικός, πρώην, βροχή, παράταση, χρονικός ορίζοντας, κουβεντιάζω, χασομερώ, χαζολογώ, συμπίπτω με κτ, σε πραγματικό χρόνο, που δεν έχει πολύ χρόνο, παντός καιρού, έγκαιρος, που ανήκει/αναφέρεται στο παρελθόν, αρχαϊκός, παμπάλαιος, πανάρχαιος, πανάρχαιος, μερικής απασχόλησης, που έχει χρονικό περιορισμό, πάει καιρός που έφυγε, που εξοικονομεί χρόνο, που μεγαλοδείχνει, χαμένος, επιδέξιος στην πρόβλεψη του καιρού, δοκιμασμένος στον χρόνο, που πέθανε πριν πολύ καιρό, που γίνεται σε λάθος ώρα, λίγο, άλλοτε, κάποτε, παλιά, νωρίς, έγκαιρα, πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό, εξαρχής, από την αρχή, για πολύ καιρό, για καιρό, με την πάροδο του χρόνου, ταυτόχρονα, εδώ και καιρό, εδώ και πολύ καιρό, τελευταία στιγμή, πριν καιρό, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα, όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, όταν σου κάνει κέφι, πριν από πολύ καιρό, σύντομα, σε λίγο, ταχέως, γρήγορα, για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο, για μεγάλο χρονικό διάστημα, σύντομα, εν ολίγοις, εν συντομία, στην εποχή μας, τελικά, με το πλήρωμα του χρόνου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tiempo

χρόνος

nombre masculino (concepto)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El tiempo pasa rápido cuando se es mayor.
Ο χρόνος περνάει πιο γρήγορα όταν μεγαλώνεις.

ώρα

nombre masculino (duración)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Cuánto tiempo tomará esta reunión?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πόσον καιρό (or: χρόνο) θα πάρει η κατασκευή του σπιτιού;

ημίχρονο

(αθλητικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Al término del primer tiempo, el marcador está igualado.
Στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου, οι δυο ομάδες είναι ισόπαλες.

χρόνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Tienes tiempo para conversar?
Έχεις χρόνο να μιλήσουμε;

καιρός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El clima está agradable hoy.
Ο καιρός είναι καλός σήμερα.

διάστημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abby planifica estar de vacaciones por corto tiempo.
Η Άμπι σχεδιάζει να λείψει σε διακοπές για μικρό διάστημα.

χρονική περίοδος, διάρκεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si dejas la casa durante un tiempo; por favor, cierra las ventanas.

χρόνος

nombre masculino (gramática: verbos) (γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Usar los tiempos correctos ayuda a la gente a entender lo que estás diciendo.
Το να χρησιμοποιείς τον σωστό χρόνο βοηθάει τους ανθρώπους να καταλαβαίνουν τι λες.

νότα

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No debes olvidar tocar con más fuerza los tiempos acentuados.

περίοδος

nombre masculino (deportes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El partido de hockey se decidió en el tercer tiempo.

χρόνος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ese tiempo bate su marca anterior por tres segundos.

διάρκεια ζύμωσης

(infusión)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El sabor de este té puede ser bastante sutil, necesita tiempo.

χρονική περίοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El autor siempre ambienta sus historias en diferentes épocas.

χρονικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El indicador de tiempo no estaba funcionando.

ερασιτεχνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Finalmente decidió comprar el coche verde.
Τελικά αποφάσισε να αγοράσει το πράσινο αυτοκίνητο.

στα γρήγορα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Liza paró brevemente en la tienda de camino al concierto.
Η Λίζα σταμάτησε για λίγο στο μαγαζί ενώ πήγαινε στη συναυλία.

επ' αόριστον

(μέχρι νεοτέρας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El uso del gimnasio los fines de semana queda suspendido indefinidamente.
Η χρήση του γυμναστηρίου τα σαββατοκύριακα αναβάλλεται επ' αόριστον.

πρόωρα, πρώιμα, πριν την ώρα του

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El bebé nació prematuramente.

στο παρελθόν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Antes, siempre iba en bicicleta al trabajo, pero ahora vivo muy lejos.
Στο παρελθόν πήγαινα με το ποδήλατο στη δουλειά, τώρα όμως μένω πολύ μακριά.

ελεύθερος χρόνος

Alex no tenía el ocio suficiente para ir a pescar como quería.
Ο Άλεξ δεν είχε ελεύθερο χρόνο για να ψαρεύει όσο θα ήθελε.

χρονομερίδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πνεύμα των καιρών

(ηθικό, πολιτικό κλπ)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μέλλοντας

(γραμματική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El futuro tiene dos formas: iré a bailar y voy a ir a bailar.

καθυστερήσεις λόγω τραυματισμών

(σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El gol de la victoria se consiguió en el último minuto del descuento.

άδεια πριν την απόλυση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ανατολική Ζώνη Ώρας, Ανατολική Ώρα

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

MST

(voz inglesa) (ζώνη ώρας)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

χωροχρόνος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τριγυρίζω, περιφέρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A aquellos que estén holgazaneando enfrente de la tienda, se les pedirá que se retiren inmediatamente.

περπατάω αργά, πηγαίνω αργά

Victor casi siempre llega tarde porque se entretiene con cualquier cosa.

μετά από λίγο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωροχρόνος

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χωροχρονικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μετρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El árbitro cronometró al corredor en 30 segundos.

χρόνος διαρκείας

(gramática) (γραμματική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Usa el presente continuo para indicar una acción que está sucediendo ahora.
Χρησιμοποίησε το χρόνο διαρκείας για να εκφράσεις αυτό που συμβαίνει τώρα.

χωροχρονικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαζί με

Katie va a ir con Nora.
Η Κέιτι θα πάει μαζί με τη Νόρα.

παρελθοντικός

(gramática) (γραμματική: χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En ocasiones, él utiliza incorrectamente el pretérito.

πρώην

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Este es Leonardo, otrora estrella del baloncesto en la secundaria y actualmente presidente del banco.

βροχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No deberías salir con lluvia sin un impermeable.

παράταση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El partido terminó con una prórroga.

χρονικός ορίζοντας

κουβεντιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellos pueden hablar durante horas.
Μπορούν να κάθονται και να τα λένε με τις ώρες.

χασομερώ, χαζολογώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jim holgazaneó todo el día en vez de trabajar.

συμπίπτω με κτ

(όχι απόλυτα)

Mi horario laboral y el de mi marido coinciden.

σε πραγματικό χρόνο

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las computadoras permiten transferencias financieras y actualizaciones de cuentas en tiempo real.

που δεν έχει πολύ χρόνο

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παντός καιρού

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este invierno me he comprado 4 ruedas nuevas para toda temporada para mi coche.

έγκαιρος

locución adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που ανήκει/αναφέρεται στο παρελθόν, αρχαϊκός

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Son costumbres de mucho tiempo atrás, hoy en día nadie actúa así.

παμπάλαιος, πανάρχαιος

locución adjetiva (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esa leyenda es del tiempo de Maricastaña.

πανάρχαιος

expresión

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los nativos afirmaban que los espíritus de ese lugar eran viejos como el tiempo mismo.

μερικής απασχόλησης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Finalmente conseguí un empleo como barman de media jornada.
Επιτέλους βρήκα δουλειά ως μπάρμαν μερικής απασχόλησης.

που έχει χρονικό περιορισμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esta es una oferta de tiempo limitado para nuestros clientes más fieles.

πάει καιρός που έφυγε

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που εξοικονομεί χρόνο

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που μεγαλοδείχνει

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαμένος

locución adjetiva

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

επιδέξιος στην πρόβλεψη του καιρού

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δοκιμασμένος στον χρόνο

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που πέθανε πριν πολύ καιρό

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που γίνεται σε λάθος ώρα

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Los invitados tuvieron que esperar durante un rato para que se sirviera la cena.

άλλοτε, κάποτε, παλιά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

νωρίς, έγκαιρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πριν από πολύ καιρό, πολύ παλιά, εδώ και πολύ καιρό

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Hace mucho tiempo, mis antepasados se asentaron en este lugar.

εξαρχής, από την αρχή

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Todo el tiempo supo que su marido la engañaba.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Γνώριζε για το πάρτι έκπληξη από την αρχή.

για πολύ καιρό, για καιρό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¿Se irá por mucho tiempo?
Θα λείπει για πολύ καιρό;

με την πάροδο του χρόνου

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Lo olvidarás con el tiempo.

ταυτόχρονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
El Primer Ministro niega el cambio climático, y al mismo tiempo aboga por el impuesto al carbono.

εδώ και καιρό, εδώ και πολύ καιρό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Estoy jubilado desde hace mucho. Hace años que no trabajo.

τελευταία στιγμή

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Siento decírtelo con tan poco tiempo, pero me enteré de esto ayer.

πριν καιρό

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Antes era buena jugando al baloncesto, pero eso fue hace tiempo.

συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Será mejor que estemos vigilantes todo el tiempo.

την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Fue una suerte que llegáramos ambos al mismo tiempo.
Ήταν ευχής έργο που φτάσαμε και οι δύο την ίδια ώρα.

όποτε βολεύεσαι, σε πρώτη ευκαιρία, όταν σου κάνει κέφι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Puedes terminar el trabajo cuando te venga bien.

πριν από πολύ καιρό

locución adjetiva (ES)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σύντομα, σε λίγο, ταχέως, γρήγορα

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En poco tiempo la tormenta pasó y la aldea volvió a estar en calma de nuevo.

για μικρό χρονικό διάστημα, για λίγο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Me quedaré por un corto tiempo, si no te molesta.
Θα μείνω για λίγο εάν δε σε πειράζει. Θα πρέπει να περιμένουμε για λίγο πριν έρθει το τραίνο.

για μεγάλο χρονικό διάστημα

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Después de un día de trabajo duro, siempre estoy listo para dormir por un buen rato.
Μετά από μια μέρα σκληρής δουλειάς είμαι πάντα έτοιμος να κοιμηθώ για πολύ ώρα.

σύντομα, εν ολίγοις, εν συντομία

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vivió en el departamento por un corto tiempo, alrededor de dos semanas.

στην εποχή μας

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελικά, με το πλήρωμα του χρόνου

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sí, es un hombre extraño, pero creo que aprenderás a quererlo con el tiempo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tiempo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του tiempo

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.