Τι σημαίνει το tira στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tira στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tira στο ισπανικά.
Η λέξη tira στο ισπανικά σημαίνει λωρίδα, λουρί, λωρίδα, κομμάτι ύφασμα, λωρίδα, κομμάτι, κομματάκι, φέτα, σανίδα, λωρίδα, μπάτσος, μπασκίνας, κινηματογραφική ταινία, περσίδα, ζώνη υφάσματος, λουρί, μπάτσοι, αρχές, λωρίδα, μου ξεφεύγει, γαμιέμαι, πηδιέμαι, ρίχνω, πετάω, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, ρίχνω, τραβάω, τραβώ, τραβάω, τραβώ, σηκώνω, απομακρύνω, πετάω, αφήνω κτ άγαρμπα, ρίχνω κτ άγαρμπα, ρίχνω κτ κάτω, πετώ, πετάω, πετώ, πετάω, ξεφορτώνομαι, πετάω, ξεφορτώνομαι, πετώ, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, πετάω, ρίχνω, παραμερίζω, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, σκοτώνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, τραβάω, τραβώ, ρίχνω, ρίχνω, ρίχνω δόλωμα, πετυχαίνω, πετάω, πετάω στα σκουπίδια, ρίχνω, κοπανάω, χτυπάω, βαράω, αδειάζω, πετάω, πετώ, πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ, σέρνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετώ, πετάω, ξεφορτώνομαι, κατεβάζω, σέρνω, τραβάω, τραβώ, ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω, εκσφενδονίζω, πηδιέμαι, ρίχνω νερό, αποσύρω, ρίχνω, κυνήγι, βολή, ρίψη, στέλνω, ρίχνω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετώ, πετάω, πετώ, ρίχνω, ξερνάω, αγώνας, ανταγωνισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tira
λωρίδαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Arranca una tira de papel. Σκίσε μια λωρίδα χαρτί. |
λουρί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Rachel cortó el cuero en trozos. Η Ρέιτσελ έκοψε το δέρμα σε λουριά. |
λωρίδαnombre femenino (ξύλου, μετάλλου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κομμάτι ύφασμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Harry se vendó el tobillo con una tira de gasa. |
λωρίδαnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Karen midió y cortó tiras de tela para atar alrededor de las columnas. |
κομμάτι, κομματάκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Había un trozo de tela enganchado en la alambrada de espinos. Ένα κομματάκι υφάσματος είχε πιαστεί πάνω στο συρματόπλεγμα. |
φέτα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jack tomó el pan y se cortó dos rebanadas. Ο Τζακ πήρε το καρβέλι κι έκοψε δύο φέτες για τον εαυτό του. |
σανίδα, λωρίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El colchón se apoya en los listones de la cama. Το στρώμα είναι τοποθετημένο πάνω σε σανίδες στο πλαίσιο του κρεβατιού. |
μπάτσος, μπασκίνας(αργκό: αστυνομικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κινηματογραφική ταινία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
περσίδα(de persiana) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La luz se filtraba suavemente por los listones. |
ζώνη υφάσματος(ραπτική) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λουρί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El bolso tenía una correa larga para poder llevarlo sobre el hombro. Η τσάντα είχε ένα μακρύ λουρί ώστε να φοριέται στον ώμο. |
μπάτσοι(αστυνομία, αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ten cuidado, la policía generalmente espera detrás de la esquina. |
αρχές(αστυνομία) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) El fugitivo esquivó a la policía durante sesenta días antes de ser detenido. Ο φυγάς κατάφερε να αποφύγει τις αρχές για εξήντα μέρες, πριν γίνει η σύλληψή του. |
λωρίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El vestido tiene una franja con volanes en la cintura. |
μου ξεφεύγει(figurado, coloquial) (κατά λάθος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) María tiró que quería un teléfono nuevo para su cumpleaños. |
γαμιέμαι, πηδιέμαι(αργκό, χυδαίο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ρίχνω, πετάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Apúrate y tira la pelota! Βιάσου και ρίξε την μπάλα! |
πετάω, πετώ(στα σκουπίδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tiramos algo de ropa vieja. Πετάξαμε κάποια παλιά ρούχα. |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trevor trató de tirar una piedra al árbol, pero falló. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Τρέβορ προσπάθησε να πετάξει μια πέτρα στο δέντρο, αλλά αστόχησε. |
τραβάω, τραβώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El barco tiraba de un bote hinchable. Το καράβι έσερνε μια σωστική λέμβο. |
τραβάω, τραβώverbo transitivo (απότομα, με δύναμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tiras de esa cuerda, la campana empezará a sonar. Αν τραβήξεις απότομα αυτό το σχοινί, το καμπανάκι θα αρχίσει να κουνιέται. |
σηκώνωverbo transitivo (με κόπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pedro tiró del pie de su amigo. Ο Πήτερ σήκωσε όρθιο τον φίλο του. |
απομακρύνω(algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Había tanta basura en el garaje que tuvo que alquilar un camión para tirar todo. |
πετάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφήνω κτ άγαρμπα, ρίχνω κτ άγαρμπαverbo transitivo |
ρίχνω κτ κάτω
El jugador de tenis tiró su raqueta con furia cuando perdió el partido. |
πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, πετώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate decidió que era hora de tirar todos sus zapatos viejos y comprar nuevos. Η Κέιτ αποφάσισε ότι ήταν καιρός να πετάξει τα παλιά της αθλητικά παπούτσια και να πάρει καινούρια. |
πετάω, ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tuve que tirar un montón de libros viejos que nadie quería. Αναγκάστηκα να πετάξω πολλά παλιά βιβλία που δεν τα ήθελε κανείς. |
πετάω, ξεφορτώνομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Revisé mis cosas y tiré todo lo que ya no necesitaba. |
πετάω, πετώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si fuese tú, tiraría esos viejos zapatos: ya empiezan a oler mal. Αν ήμουν εσύ, θα πετούσα αυτά τα παλιά παπούτσια. Αρχίζουν να μυρίζουν. |
πετάω(κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chica tiró una cuerda y su novio trepó hasta su habitación. Το κορίτσι έριξε ένα σκοινί και το αγόρι της σκαρφάλωσε στο δωμάτιό της. |
παραμερίζωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, πετώ(στα σκουπίδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ángela tiró su viejo refrigerador cuando compró uno nuevo. Η Άντζελα πέταξε το παλιό της ψυγείο όταν πήρε καινούριο. |
πετάω, πετώ(στα σκουπίδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) —¿Crees que esta leche está buena aún? —No, será mejor que la tires. Πιστεύεις ότι αυτό το γάλα είναι ακόμη καλό; Όχι, καλύτερα να το πετάξεις. |
σκοτώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Dónde le tiraste a ese ciervo? Πού σκότωσες αυτό το ελάφι; |
πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paul tiró su mochila en la mesa de la cocina. Ο Πωλ πέταξε τη σχολική του σάκα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. |
ρίχνω, πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom tiró la roca en la fuente. Ο Τομ έριξε την πέτρα στο συντριβάνι. |
ρίχνω, πετάωverbo transitivo (por el inodoro) (για να φύγει με το καζανάκι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No tires mucho papel por el inodoro, ¡lo vas a atascar! Μην ρίχνεις τόσο πολύ χαρτί στην τουαλέτα, θα τη βουλώσεις! |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es tu turno de tirar. |
τραβάω, τραβώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No dejes de tirar, aun si te cansas. |
ρίχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Te toca tirar. Trata de meter la bola 7. |
ρίχνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El experimentado jugador de canicas pudo tirar muy bien. |
ρίχνω δόλωμαverbo transitivo (anzuelo) Mi sedal se enreda cada vez que tiro. |
πετυχαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Ayer tiré un 69! |
πετάω(a la basura) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vincent tiró su vieja bicicleta y se compró una nueva. |
πετάω στα σκουπίδια(a la basura) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Helen tiró a la basura sus zapatillas de deporte viejas, pues tenían agujeros. |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El vendaval le tiró. |
κοπανάω, χτυπάω, βαράωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ursula tiró el libro en la mesa. |
αδειάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) William tiró los papeles fuera del cesto de basura. |
πετάω, πετώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Odio ese florero; creo que deberíamos tirarlo. |
πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτverbo transitivo Larry tiró la pintura en la pared. |
σέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paul arrastró el ciervo que había cazado hasta su camión. Ο Πωλ έσυρε ένα ελάφι που σκότωσε στο φορτηγό του. |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan arrojó con rabia el ordenador estropeado por las escaleras. Ο Νταν εκσφενδόνισε θυμωμένα τον χαλασμένο υπολογιστή στις σκάλες. |
ρίχνω, πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jacob le lanzó la pelota a Pippa. Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα. |
πετάω, ξεφορτώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después del funeral tuvimos que desechar una gran cantidad de cosas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μετά την κηδεία έχουμε να πετάξουμε ένα κάρο πράγματα από το σπίτι. |
κατεβάζω(coloquial) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los científicos se reunieron para barajar unas cuantas ideas. |
σέρνω, τραβάω, τραβώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El caballo remolcaba el carro. El hombre arrastraba a un niño pequeño de la mano. Το άλογο έσερνε ένα κάρο. |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me puse furioso con la niña por derribar mi estatua. |
εκτοξεύω, εκσφενδονίζω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El niño catapultó los guisantes al otro lado de la habitación. |
εκσφενδονίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Jake se le fue la cabeza y empezó a tirar platos contra la pared. Ο Τζέικ έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να πετά πιάτα στον τοίχο. |
πηδιέμαι(χυδαίο, αργκό) (ρήμα μεταβατικό και αλληλοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελούν τα υποκείμενα επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, π.χ. αγαπιούνται (=αγαπάνε ο ένας τον άλλον) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αλληλο-) La madre de Tim apareció justo cuando él y su novia estaban follando. |
ρίχνω νερό(inodoro) (το καζανάκι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El inodoro no funciona, tendremos que llamar a un plomero. Δεν λειτουργεί το καζανάκι στην τουαλέτα. Πρέπει να καλέσουμε υδραυλικό. |
αποσύρω(cosas viejas) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Laura decidió que era hora de desechar sus zapatos, ya que se estaban desarmando. |
ρίχνω(ζάρι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es tu turno para lanzar. Aquí están los dados. |
κυνήγι(general) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Se fueron de cacería de pavas. |
βολή, ρίψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) George lanzó el tronco. |
στέλνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kane lanzó un tiro bajo al portero. |
ρίχνω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él arrojó la pelota por la ventana abierta. |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él sopla los dados antes de lanzarlos. |
ρίχνω(dados) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es tu turno. ¡Lanza el dado! |
πετάω, πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joe lanzó la pelota a Wendy. |
πετάω, πετώ(στα σκουπίδια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La camiseta lucía gastada así que Amanda la desechó. |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El lanzador lanzó la pelota y el bateador le erró. |
ξερνάω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La bolsa explotó y desparramó los contenidos sobre el suelo. Σκίστηκε η τσάντα και τα περιεχόμενα έπεσαν στο πάτωμα. Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε ξαφνικά και ο Άρθουρ έπεσε στο πεζοδρόμιο. |
αγώνας, ανταγωνισμός(figurado) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) No lograrán hacer nada hasta que detengan la lucha y empiecen a tirar los dos para el mismo lado. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tira στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του tira
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.