Τι σημαίνει το towel στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης towel στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του towel στο Αγγλικά.

Η λέξη towel στο Αγγλικά σημαίνει πετσέτα, πετσέτα, πετσέτα, πετσέτα, στεγνώνω με πετσέτα, πετσέτα μπάνιου, πετσέτα σώματος, πετσέτα θαλάσσης, πετσέτα κουζίνας, πετσέτα, πετσέτα για τα χέρια, χαρτί κουζίνας, πετσέτα κουζίνας, χαρτί κουζίνας, χαρτομάντηλο, σερβιέτα, πετσέτα κουζίνας, πετσετέ, πετσετέ, πετσετέ ύφασμα, παραδέχομαι την ήττα μου, πετσετοθήκη, ράφι για τις πετσέτες, κρεμάστρα για πετσέτες, κρεμάστρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης towel

πετσέτα

noun (bathtowel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Janine got out of the bath and dried herself with a towel.
Η Τζανίν βγήκε από το μπάνιο και στεγνώθηκε με μια πετσέτα.

πετσέτα

noun (beach towel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Robert spread his towel on the sand, then lay down on top of it and began to sunbathe.
Ο Ρόμπερτ άπλωσε την πετσέτα του στην άμμο, ξάπλωσε πάνω της και άρχισε την ηλιοθεραπεία.

πετσέτα

noun (smaller: handtowel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Patricia hung a clean towel beside the washbasin.
Η Πατρίτσια κρέμασε μια καθαρή πετσέτα δίπλα στον νιπτήρα.

πετσέτα

noun (for kitchen: dishtowel)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dave grabbed a towel and began drying the dishes.

στεγνώνω με πετσέτα

transitive verb (dry with a towel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wendy towelled her hair to get the worst of the wet off, then blow-dried it.

πετσέτα μπάνιου, πετσέτα σώματος

noun (large towel used after a bath)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There are clean bath towels under the sink.

πετσέτα θαλάσσης

noun (towel used at beach)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I lay down on my beach towel and soaked in the sun.

πετσέτα κουζίνας

noun (cloth for drying dishes)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Put the dish towel on the radiator to dry after you finish. Maxine embroidered dishtowels for her mother for Christmas.

πετσέτα

noun (US (towel for drying dishes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Maxine embroidered dishtowels for her mother for Christmas.

πετσέτα για τα χέρια

noun (small towel for drying the hands)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
It is usual to only lay out a hand towel in the spare bathroom.

χαρτί κουζίνας

noun (UK (roll of absorbent paper)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πετσέτα κουζίνας

noun (US (absorbent cloth for drying plates, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαρτί κουζίνας

noun (absorbent kitchen tissue)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I cleaned the table with a paper towel.

χαρτομάντηλο

noun (disposable sheet of tissue)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There were paper towels next to the washbasins to dry your hands on.

σερβιέτα

noun (menstrual pad)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Women's restrooms have special containers for used sanitary napkins.

πετσέτα κουζίνας

(dishtowel)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πετσετέ

noun (US (towelling: absorbent fabric) (ύφασμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Danielle wears a bathrobe made of terry when she gets out of the shower.

πετσετέ

noun as adjective (made of toweling)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

πετσετέ ύφασμα

noun (toweling: absorbent fabric)

These towels are made of terry cloth and are nice and soft.
Αυτές οι πετσέτες είναι φτιαγμένες από πετσετέ ύφασμα και είναι πολύ ωραίες και απαλές.

παραδέχομαι την ήττα μου

verbal expression (figurative, informal (give up, admit defeat)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
David knew he'd lost the match, but he refused to throw in the towel.

πετσετοθήκη

noun (rack or pole for storing towels)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ράφι για τις πετσέτες

noun (frame for hanging towels on)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He hung his wet towel on the towel rack to dry.

κρεμάστρα για πετσέτες

noun (bar for hanging towels)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρεμάστρα

noun (pole for holding towels)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του towel στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του towel

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.