Τι σημαίνει το trade στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trade στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trade στο Αγγλικά.

Η λέξη trade στο Αγγλικά σημαίνει εμπόριο, χώρος, τέχνη, χειρωνακτική εργασία, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, δραστηριοποιούμαι, συναλλάσσομαι με κπ/κτ, ανταλλάσσω κτ με κπ, είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστρια, ανταλλαγή, πελάτης, του χώρου, συντεχνία, επαγγελματικός, αληγείς άνεμοι, εμπορεύομαι, εμπορεύομαι, εμπορεύομαι, πουλώ, ανταλλάσσω, εκμεταλλεύομαι κάποιο εμπορικό προϊόν με αθέμιτο τρόπο, εκμεταλλεύομαι, αλλάζω με κτ καλύτερο, εμπορικό ισοζύγιο, οργανισμός εμπορίου, οικοδομικές επιχειρήσεις, της εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής, Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών, δίκαιο εμπόριο, δίκαιη ανταλλαγή, δίκαιο εμπόριο, εξωτερικό εμπόριο, ελεύθερο εμπόριο, ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου, Οµοσπονδιακή Επιτροπή Εµπορίου, παγκόσμιο εμπόριο, βιομηχανία της ένδυσης, αμοιβαίο εμπόριο μεταξύ κρατών, λιανικό εμπόριο, ευαίσθητα επιχειρηματικά δεδομένα, δουλεμπόριο, δουλεμπορίου, εμπόριο μπαχαρικών, εξοπλισμός, εφόδιο, εμπορικοί όροι, εμπορικός λογαριασμός, εμπορική συμφωνία, εμπορικός σύλλογος, εμπορικό ισοζύγιο, εμπορικός φραγμός, εμπορικό κέντρο, εμπορικό έλλειμμα, συσκευασία προϊόντος, εμφάνιση προϊόντος, εμπορική έκθεση, χάσμα των εμπορικών συναλλαγών, περιοδικό, εμπορικό περιοδικό, μάρκετινγκ εμπορίου, εμπορική αποστολή, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, δίνω εμπορική επωνυμία σε κτ, δίνω εμπορική ονομασία σε κτ, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, αντάλλαγμα, συμβιβασμός, επαγγελματικό έντυπο, επαγγελματική σχολή, επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος, επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος, εκθεσιακό περίπτερο, συνδικαλιστική οργάνωση, αληγής άνεμος, προϊόν που έχει ανταλλαχθεί με κάποιο άλλο, αναβάθμιση, εμπορική οδός, κόλπα του επαγγέλματος, μυστικά του επαγγέλματος, εμπόριο κρασιού, εμπόριο οίνου, Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, ΠΟΕ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trade

εμπόριο

noun (commerce)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
International trade has been increasing over the last few years.
Το διεθνές εμπόριο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.

χώρος

noun (profession) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He's one of the best doctors in the trade.
Είναι ένας από τους καλύτερους γιατρούς στον χώρο.

τέχνη

noun (handicraft)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The printer's trade has changed since the days of metal type.
Η τέχνη της τυπογραφίας έχει αλλάξει από την εποχή των κινητών μεταλλικών στοιχείων.

χειρωνακτική εργασία

plural noun (business: manual work)

After completing an apprenticeship, he got a job in the trades.

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

transitive verb (mainly US (swap: exchange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Want to trade baseball cards with me?
Θέλεις να ανταλλάξουμε κάρτες του μπείζμπολ;

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

(mainly US (swap: exchange [sth] for [sth] else) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He traded his bar of chocolate for her biscuit.
Αντάλλαξε τη σοκολάτα του με το μπισκότο της.

δραστηριοποιούμαι

intransitive verb (do business)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our company has been trading for over fifty years.
Η εταιρεία μας λειτουργεί πάνω από πενήντα χρόνια.

συναλλάσσομαι με κπ/κτ

(do business with)

I trade with him from time to time.
Κάνω δουλειές μαζί του κατά καιρούς.

ανταλλάσσω κτ με κπ

(informal (exchange or swop [sth] with)

Jack traded the cow with a merchant for a handful of beans.
Ο Τζακ αντάλλαξε με τον έμπορο την αγελάδα για μια χούφτα φασόλια.

είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστρια

intransitive verb (deal in the stock market) (επαγγελματίας)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
What does he do in the city? Does he trade?
Τι κάνει στην πόλη; Είναι χρηματιστής;

ανταλλαγή

noun (informal (exchange)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I like your coat. Do you want to do a trade for my new skirt?
Μου αρέσει το παλτό σου. Τι θα έλεγες για μια ανταλλαγή με την καινούρια φούστα μου;

πελάτης

noun (customers)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Let them have the table cheap. They are good trade.

του χώρου

noun (informal (people involved in a trade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We sell wholesale to them because they are trade.

συντεχνία

noun as adjective (professional) (επαγγελματικός κλάδος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The trade magazine was read by everybody in the industry.
Όλοι στο επάγγελμα διάβαζαν το περιοδικό της συντεχνίας.

επαγγελματικός

noun as adjective (business to business)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a trade newsletter, which we send to similar businesses.

αληγείς άνεμοι

plural noun (trade winds)

The trades usually helped the merchant ships to sail faster.

εμπορεύομαι

(sell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This company trades in industrial machinery.

εμπορεύομαι

transitive verb (buy and sell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This shop trades second-hand video games.

εμπορεύομαι, πουλώ

phrasal verb, transitive, inseparable (sell, deal in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He trades in stocks and bonds.

ανταλλάσσω

phrasal verb, transitive, inseparable (exchange as part-payment for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I traded in my old car for a new one.

εκμεταλλεύομαι κάποιο εμπορικό προϊόν με αθέμιτο τρόπο

phrasal verb, transitive, inseparable (exploit for sales)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Counterfeiters trade off brand name reputations.

εκμεταλλεύομαι

phrasal verb, transitive, inseparable (exploit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αλλάζω με κτ καλύτερο

phrasal verb, transitive, separable (exchange for [sth] of higher value)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμπορικό ισοζύγιο

noun (difference: imports, imports)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The growth in imports has lead to a worsening of the balance of trade.

οργανισμός εμπορίου

noun (business association)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οικοδομικές επιχειρήσεις

noun (construction industry)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

της εμπορίας των δικαιωμάτων εκπομπής

adjective (denoting carbon trading)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών

noun (initialism (European Free Trade Association)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δίκαιο εμπόριο

noun (legal or ethical commerce)

Fair trade combines good prices for farmers with strict environmental standards.
Το δίκαιο εμπόριο συνδυάζει καλές τιμές για τους αγρότες με αυστηρές περιβαλλοντικές προδιαγραφές.

δίκαιη ανταλλαγή

noun (informal (satisfactory exchange)

20 Canadian dollars for 20 US dollars is not a fair trade.
20 δολάρια Καναδά για 20 αμερικάνικα δολάρια δεν είναι δίκαιη ανταλλαγή.

δίκαιο εμπόριο

noun as adjective (ethical) (οικονομία, οικολογία)

James buys fair trade products whenever he can.
Ο Τζέιμς, όποτε μπορεί, αγοράζει προϊόντα δίκαιου εμπορίου.

εξωτερικό εμπόριο

noun (international commerce)

ελεύθερο εμπόριο

noun (unrestricted commerce)

The USA has a free trade agreement with Mexico and Canada.

ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου

noun (country: unrestricted commerce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The purpose of NAFTA is to make North America a free trade area.

Οµοσπονδιακή Επιτροπή Εµπορίου

noun (US, initialism (Federal Trade Commission)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παγκόσμιο εμπόριο

noun (worldwide commerce)

βιομηχανία της ένδυσης

noun (informal (clothing industry)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αμοιβαίο εμπόριο μεταξύ κρατών

noun (exchange of trade between nations)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We've come to a reciprocal trade agreement with Bulgaria. Japan and the United States sometimes disagree about what is fair concerning reciprocal trade.
Η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ μερικές φορές διαφωνούν σχετικά για το τι είναι δίκαιο σε ότι αφορά στο αμοιβαίο εμπόριο μεταξύ κρατών.

λιανικό εμπόριο

noun (shop selling)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ευαίσθητα επιχειρηματικά δεδομένα

noun (confidential business information) (επιχειρηματικό απόρρητο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Access to sensitive trade data is limited to certain employees only.

δουλεμπόριο

noun (trafficking in people)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δουλεμπορίου

noun as adjective (relating to people-trafficking) (σε γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The number of slave-trade convictions has risen in recent years.

εμπόριο μπαχαρικών

noun (buying and selling of spices)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The spice trade encouraged early sailors to circumnavigate the globe.

εξοπλισμός

noun (items used in performing a job)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εφόδιο

noun (figurative (person: characteristic ability) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπορικοί όροι

plural noun (import-export price relationship)

εμπορικός λογαριασμός

noun (business customer)

εμπορική συμφωνία

noun (commercial treaty between nations)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The UK and the USA are working on a new trade agreement.

εμπορικός σύλλογος

noun (group representing an industry)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The soft drink trade association will have a meeting next Wednesday.

εμπορικό ισοζύγιο

noun (imports compared to exports)

Despite fluctuations, China's trade balance looks healthy.

εμπορικός φραγμός

noun ([sth] that restricts international trading)

εμπορικό κέντρο

noun (building for commerce)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπορικό έλλειμμα

noun (econ: imports exceed exports)

συσκευασία προϊόντος, εμφάνιση προϊόντος

noun (business: product's appearance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
A product's trade dress is important because it attracts consumers.

εμπορική έκθεση

noun (exhibition by a particular industry)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χάσμα των εμπορικών συναλλαγών

noun (difference in value between nation's imports and exports)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The United States is very worried about its large trade gap with China.

περιοδικό

noun (periodical of a profession)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The Grocer is the UK's leading trade journal for the retail industry.

εμπορικό περιοδικό

noun (periodical of a particular business field)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The soft drink trade magazine will be distributed freely a week before the trade fair takes place.

μάρκετινγκ εμπορίου

noun (promoting to retailers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπορική αποστολή

noun (commercial business trip)

εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία

noun (brand name, proprietary name)

Prescription drugs have both trade names and generic names.

δίνω εμπορική επωνυμία σε κτ, δίνω εμπορική ονομασία σε κτ

transitive verb (give brand name to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανταλλάζω, ανταλλάσσω

verbal expression (figurative (sacrifice for [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The new speakers look stylish, but I would not trade off the sound for the appearance.
Τα καινούρια ηχεία είναι στυλάτα, αλλά δεν θα συμβιβαζόμουν στον ήχο για χάρη της εμφάνισης.

αντάλλαγμα

noun (exchange)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The tradeoff is that I will teach you Dutch in exchange for Russian lessons.
Η συμφωνία είναι ότι θα μου μάθεις Ολλανδικά και σε αντάλλαγμα θα σου κάνω μαθήματα Ρωσικών.

συμβιβασμός

noun (figurative (compromise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We proposed a tradeoff that both sides could agree to.
Κάναμε μια πρόταση για συμβιβασμό, με την οποία θα μπορούσαν να συμφωνήσουν και οι δύο πλευρές.

επαγγελματικό έντυπο

noun (specialist newspaper)

επαγγελματική σχολή

(education)

επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος

noun (figurative, informal (helpful hint)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επαγγελματικό μυστικό, μυστικό του επαγγέλματος

noun (inside information)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most companies refuse to reveal their trade secrets.

εκθεσιακό περίπτερο

noun (stall at a business exhibition)

συνδικαλιστική οργάνωση

noun (worker's syndicate)

The trade union has voted to strike on two weekends in March.
Το εργατικό συνδικάτο ψήφισε να απεργήσει δύο Σαββατοκύριακα μέσα στον Μάρτιο.

αληγής άνεμος

noun (often plural (easterly wind in tropics)

We waited for favourable trade winds before setting out to cross the Atlantic.

προϊόν που έχει ανταλλαχθεί με κάποιο άλλο

noun ([sth] exchanged)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναβάθμιση

noun (exchange for upgraded version of [sth])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμπορική οδός

noun (goods transport)

κόλπα του επαγγέλματος, μυστικά του επαγγέλματος

plural noun (expert techniques)

She'll be spending the first three weeks learning the tricks of the trade.

εμπόριο κρασιού, εμπόριο οίνου

noun (wine-selling business)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου

noun (US (New York: business district) (περιοχή Νέας Υόρκης)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ΠΟΕ

noun (initialism (World Trade Organization) (συντομογραφία)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Trade Ministers from the 149 member states of the WTO met in Hong Kong.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trade στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του trade

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.