Τι σημαίνει το trip στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trip στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trip στο Αγγλικά.

Η λέξη trip στο Αγγλικά σημαίνει ταξίδι, στραβοπάτημα, παραπάτημα, παραπατώ, βάζω τρικλοποδιά σε κπ, μαστούρα, λάθος, χοροπηδάω, κινούμαι ανάλαφρα, ταξιδεύω, μαστουρώνω, πέφτω, ενεργοποιώ, ενεργοποιώ, σκοντάφτω, μπερδεύομαι με κτ, βάζω τρικλοποδιά σε κπ, μπερδεύω, μαστούρα από LSD, εκδρομή με σκάφος, επαγγελματικό ταξίδι, ημερήσια εκδρομή, κάνω ημερήσια εκδρομή, πηγαίνω ημερήσια εκδρομή σε κτ, κάνω ημερήσια εκδρομή σε κτ, εγωιστική πράξη, εκπαιδευτική εκδρομή, εκδρομή για ψάρεμα, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, πάω ταξίδι, ταξιδεύω, τύψεις, προσπάθεια να νιώσει κάποιος τύψεις, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, Καλές διακοπές, Καλό ταξίδι, καλό ταξίδι, καλές διακοπές, ταξίδι του μέλιτος, Πώς ήταν το ταξίδι σου;, κυνήγι, κάνω ένα ταξίδι, κάνω μια βόλτα, ιεραποστολικό ταξίδι, αεροπορικό ταξίδι, ταξίδι αναψυχής, προσπάθεια να επιβληθώ, ταξίδι με το αυτοκίνητο, ταξίδι μετ' επιστροφής, μετ' επιστροφής, καλό ταξίδι, σχολική εκδρομή, βόλτα για ψώνια, ταξίδι για σκι, εκπαιδευτικό ταξίδι, κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι, ταξίδι με τρένο, σκοντάφτω και πέφτω, σκοντάφτω σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trip

ταξίδι

noun (journey)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I had fun on my trip.
Πέρασα ωραία στην εκδρομή μου.

στραβοπάτημα, παραπάτημα

noun (stumble)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He broke his foot in a trip off the stair.
Το στραβοπάτημά (or: παραπάτημά) του στη σκάλα είχε ως αποτέλεσμα να σπάσει το πόδι του.

παραπατώ

intransitive verb (stumble) (δεν πατάω σταθερά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Please don't trip.
Σε παρακαλώ πρόσεχε μη σκοντάψεις.

βάζω τρικλοποδιά σε κπ

transitive verb (make stumble)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A bully tripped me in the hall.
Ένας αλήτης μου έβαλε τρικλοποδιά στον διάδρομο.

μαστούρα

noun (slang (drug experience)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jerry is recovering from a bad trip.
Ο Τζέρι αναρρώνει από ένα κακό τριπ.

λάθος

noun (US (error, blunder)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I made a bad trip at work, but I hope I can put it right.

χοροπηδάω

intransitive verb (skip or dance)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children tripped down the lane.
Τα παιδιά κατηφόρησαν χοροπηδώντας το μονοπάτι.

κινούμαι ανάλαφρα

intransitive verb (move with a light step)

The dancer tripped merrily across the stage.

ταξιδεύω

intransitive verb (US (journey)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
My cousins are going to trip to the seaside.

μαστουρώνω

intransitive verb (slang, figurative (be stoned)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred is tripping on acid.

πέφτω

intransitive verb (power: disconnect due to overload)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When I flipped the light switch, the electricity tripped.

ενεργοποιώ

transitive verb (release: a catch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The burglar tripped the sensor.

ενεργοποιώ

transitive verb (start: a machine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The blown fuse tripped the emergency generator.

σκοντάφτω

phrasal verb, intransitive (stumble, fall)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sheila tripped up and injured her hip while running to catch a bus.
Η Σέιλα σκόνταψε και χτύπησε τον γοφό της ενώ έτρεχε να προλάβει το λεωφορείο.

μπερδεύομαι με κτ

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (make a mistake)

Many foreign students of English trip up on prepositions.
Πολλοί ξένη που μαθαίνουν αγγλικά μπερδεύουν τις προθέσεις.

βάζω τρικλοποδιά σε κπ

phrasal verb, transitive, separable (cause to stumble, fall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
He stuck his leg out as I walked past to trip me up.
Τέντωσε το πόδι του ενώ περνούσα για να μου βάλει τρικλοποδιά.

μπερδεύω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (cause to make a mistake)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Double negatives usually trip me up.
Οι διπλές αρνήσεις συνήθως με μπερδεύουν.

μαστούρα από LSD

(drug-induced experience) (καθομιλουμένη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκδρομή με σκάφος

noun (excursion on water)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επαγγελματικό ταξίδι

noun (journey made for work)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My secretary booked the hotels for my upcoming business trip.

ημερήσια εκδρομή

noun (outing made in a day)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you live in New Jersey it's easy to take a day trip to New York City.

κάνω ημερήσια εκδρομή

intransitive verb (US (make a day trip)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πηγαίνω ημερήσια εκδρομή σε κτ, κάνω ημερήσια εκδρομή σε κτ

(US (make a day trip to a place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εγωιστική πράξη

noun (informal ([sth] done to satisfy yourself)

εκπαιδευτική εκδρομή

noun (research outing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The class went on a field trip to the zoo.
Η τάξη πήγε εκπαιδευτική εκδρομή στον ζωολογικό κήπο.

εκδρομή για ψάρεμα

noun (outing to catch fish)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Did you ever ask him why he never caught any fish on his fishing trips?

πάω ταξίδι, ταξιδεύω

verbal expression (UK (take a short journey)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
This weekend we're going on a trip to the seaside.

πάω ταξίδι, ταξιδεύω

verbal expression (US (travel)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Last summer I went on a trip to Rome to see the Coliseum.

τύψεις

noun (informal (feeling of shame or responsibility)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
After she had such a bad experience, I went on quite a guilt trip for having persuaded her to do it in the first place.

προσπάθεια να νιώσει κάποιος τύψεις

noun (informal (attempt to make [sb] feel guilty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κπ να νιώσει τύψεις

verbal expression (informal (attempt to make [sb] feel guilty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He tried to guilt-trip me by saying that it was my fault that he was late for work.

Καλές διακοπές

interjection (pleasant holiday)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Καλό ταξίδι

interjection (safe journey)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλό ταξίδι, καλές διακοπές

interjection (enjoy your vacation, holiday)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Here are your tickets, Sir. Have a nice trip!

ταξίδι του μέλιτος

noun (holiday taken by newlyweds)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
They can't decide where to go for their honeymoon trip.

Πώς ήταν το ταξίδι σου;

expression (question about travels)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
"How was your trip?" Andrew asked Julie when he met her at the airport.

κυνήγι

noun (expedition to hunt animals)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My brother is going on a hunting trip this weekend, but I hope he doesn't manage to kill any animals.

κάνω ένα ταξίδι

verbal expression (US (travel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Richard made a trip to Australia.

κάνω μια βόλτα

verbal expression (UK (go on a short journey)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Liz made a trip to the shops.

ιεραποστολικό ταξίδι

noun (travel for charitable religious purpose)

The church youth group went on a mission trip to help build houses on an Indian reservation.

αεροπορικό ταξίδι

noun (informal (journey by aeroplane)

The longest plane trip I've ever taken was from Khartoum to Singapore.

ταξίδι αναψυχής

noun (holiday, vacation)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I've been overseas a few times this year but my trip to Hawaii was the only pleasure trip.

προσπάθεια να επιβληθώ

noun (informal (egotistical use of authority)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταξίδι με το αυτοκίνητο

noun (journey in a car, bus, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We're planning a road trip to Perth this weekend.
Σχεδιάζουμε ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο στο Περθ αυτό το Σαββατοκύριακο.

ταξίδι μετ' επιστροφής

noun (journey to a destination and back)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The round trip only takes four hours by car.
Το ταξίδι μετ' επιστροφής διαρκεί μόλις τέσσερις ώρες με το αυτοκίνητο.

μετ' επιστροφής

noun as adjective (to a place and back again)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
A round-trip ticket is usually cheaper than two one-way tickets.

καλό ταξίδι

noun (journey completed without danger)

σχολική εκδρομή

noun (educational outing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'll never forget visiting the United Nations during our school trip to New York.

βόλτα για ψώνια

noun (visit to the shops)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The sisters went on a shopping trip to buy clothes for the upcoming party.

ταξίδι για σκι

noun (skiing holiday)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκπαιδευτικό ταξίδι

noun (visit made for academic research)

κάνω ένα ταξίδι, πάω ταξίδι

verbal expression (go on a journey)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Next spring my husband and I are going to take a trip to New Zealand.

ταξίδι με τρένο

noun (journey by railway)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Train trips allow you to see more of the countryside than flying.

σκοντάφτω και πέφτω

(stumble and fall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Peggy tripped over in the street and broke her hip.

σκοντάφτω σε κτ

(fall by stepping on)

The child tripped over the toys on the floor and fell down.
Το παιδί σκόνταψε στα παιχνίδια στο πάτωμα και έπεσε κάτω.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trip στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του trip

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.