Τι σημαίνει το triste στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης triste στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του triste στο ισπανικά.

Η λέξη triste στο ισπανικά σημαίνει λυπημένος, στενοχωρημένος, λυπημένος, στενοχωρημένος, στενάχωρος, ξενέρωτος, στενοχωρημένος, θλιμμένος, στεναχωρημένος, στενοχωρημένος, θλιμμένος, στενοχωρημένος, πένθιμος, λυπητερός, θλιμμένος, λυπημένος, μεταμελημένος, μετανοιωμένος, σκυθρωπός, στενοχωρημένος, μίζερος, ανησυχητικός, ενοχλητικός, λυπημένος, στενοχωρημένος, θλιμμένος, με πεσμένο ηθικό, λυπημένος, λυπημένος, στενοχωρημένος, βαρετός, ανιαρός, κατηφής, μελαγχολικός, θλιμμένος, λυπημένος, θλιμμένος, λυπημένος, μελαγχολικός, θλιβερός, λυπητερός, στενάχωρος, θλιβερός, λυπητερός, δυσάρεστος, λυπηρός, που δεν προσφέρει χαρά, σκοτεινός, μαύρος, θλιβερός, αξιοθρήνητος, οικτρός, μελαγχολικός, ζοφερός, είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου, μελαγχολικός, σκυθρωπός, βλοσυρός, θρηνητικός, γοερός, δυσμενής, μελαγχολικός, πιο λυπημένος, ψευτοπαρηγοριά, αξιολύπητος άνθρωπος, λυπημένος, στενοχωρημένος, έχω άδοξο τέλος, έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη, ατυχής περίπτωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης triste

λυπημένος, στενοχωρημένος

adjetivo de una sola terminación

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Desde que terminó su matrimonio, Pete ha estado triste. El niño triste tenía lágrimas corriéndole por las mejillas.

λυπημένος, στενοχωρημένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Jim tiene una expresión triste.
Ο Τζιμ έχει μια θλιμμένη έκφραση στο πρόσωπό του.

στενάχωρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es una situación muy triste.
Είναι μια λυπηρή (or: θλιβερή) κατάσταση.

ξενέρωτος

(καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡Qué patético, con esos pantalones acampanados y esas vinchas! ¿Prefieres hacer la tarea a ir a una fiesta? Qué patético.

στενοχωρημένος, θλιμμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erin se sintió triste tras haberle mentido a su amiga.
Η Έριν ένιωθε χάλια αφού είπε ψέμματα στη φίλη της.

στεναχωρημένος, στενοχωρημένος, θλιμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Linda está triste porque ha roto con su novio.
Η Λίντα είναι στεναχωρημένη επειδή χώρισε με τον σύντροφό της.

στενοχωρημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Luces tan triste, ¿qué pasó?
Φαίνεσαι τόσο στενοχωρημένος, τι έγινε;

πένθιμος, λυπητερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La triste viuda visitaba la tumba de su marido todos los días.

θλιμμένος, λυπημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
William es una persona triste con pocos amigos.

μεταμελημένος, μετανοιωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El perdedor tenía una mirada triste.

σκυθρωπός, στενοχωρημένος, μίζερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A pesar del clima veraniego, los niños se veían tristes.

ανησυχητικός, ενοχλητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Es triste ver gente sin hogar mendigando por las calles.

λυπημένος, στενοχωρημένος, θλιμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El perro estaba triste después de que su dueño le gritara.

με πεσμένο ηθικό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λυπημένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λυπημένος, στενοχωρημένος

adjetivo de una sola terminación

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

βαρετός, ανιαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El chico nuevo del trabajo es tan triste que siempre trato de evitar hablar con él.
Το νέο παιδί στη δουλειά είναι τόσο βαρετό που αποφεύγω να μιλάω μαζί του.

κατηφής, μελαγχολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Erin estaba triste tras enterarse de que su solicitud para la universidad fue rechazada.
Η Έριν ένιωσε απογοητευμένη όταν έμαθε ότι η άιτησή της για το πανεπιστήμιο απορρίφθηκε.

θλιμμένος, λυπημένος

adjetivo de una sola terminación (βλέμμα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El triste discurso hizo llorar a muchos miembros de la audiencia.

θλιμμένος, λυπημένος

(άτομο)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

μελαγχολικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los días lluviosos me hacen sentir triste.
Οι βροχερές μέρες με κάνουν να νιώθω μελαγχολική.

θλιβερός, λυπητερός, στενάχωρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A Rachel no le gustaba la obra porque era muy triste y todos morían al final.
Στην Ρέιτσελ δεν άρεσε το θεατρικό επειδή ήταν τόσο θλιβερό· όλοι πέθαναν στο τέλος.

θλιβερός, λυπητερός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un triste violín podía escucharse en el edificio vacío.

δυσάρεστος, λυπηρός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν προσφέρει χαρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκοτεινός, μαύρος

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Con la amenaza de una recesión, estos son días lúgubres para la economía.

θλιβερός, αξιοθρήνητος, οικτρός

(κατάσταση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μελαγχολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ζοφερός

(λόγιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

είμαι στις μαύρες μου, έχω τις μαύρες μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μελαγχολικός

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Pareces melancólico, ¿qué pasa?
Φαίνεσαι τόσο μελαγχολικός - τι τρέχει;

σκυθρωπός, βλοσυρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Al fruncir el ceño, la duquesa se veía más taciturna que de costumbre.

θρηνητικός, γοερός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δυσμενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La pareja vivía en infelices circunstancias; los dos habían perdido el trabajo y el dinero escaseaba.
Το ζευγάρι ζούσε σε δυσμενείς συνθήκες· είχαν χάσει και οι δύο τη δουλειά τους και τα χρήματα ήταν λιγοστά.

μελαγχολικός

(ατμόσφαιρα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vive sola en una melancólica y vieja mansión.
Ζει μόνη σε μια μελαγχολική παλιά έπαυλη.

πιο λυπημένος

locución adjetiva (comparativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lucy parecía más triste que el resto de las personas que estaban en la habitación.

ψευτοπαρηγοριά

expresión

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La pensión, aunque no era mala, era un triste consuelo para la viuda.

αξιολύπητος άνθρωπος

(persona)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Andrés es un caso triste: su padre le pega, su madre le da al trago y tampoco tiene amigos.

λυπημένος, στενοχωρημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Es una persona triste porque no tiene nada en la vida que la haga feliz.

έχω άδοξο τέλος

(AR, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω τις μαύρες μου, είμαι στα κάτω μου, δεν έχω όρεξη

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha estado triste desde que María lo dejó.

ατυχής περίπτωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me temo que la enfermedad se irá agravando progresivamente. Ciertamente es un caso triste.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του triste στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.