Τι σημαίνει το trousers στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trousers στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trousers στο Αγγλικά.

Η λέξη trousers στο Αγγλικά σημαίνει παντελόνι, εσώρουχο, εσώρουχο, του παντελονιού, χάλια, άχρηστος, άσχετος, παντελόνι, του παντελονιού, παντελόνι, μπατζάκι, παίρνω, κρατάω, παντελόνι κάπρι, στρατιωτικό παντελόνι, καλό παντελόνι, έχω τριζόνες στον κώλο μου, παντελόνι χόκεϊ, παντελόνι χόκεϋ, καυτό σορτσάκι, καύλα, φόρμα, κιλοτάκι, σλιπάκι, μακρύ παντελόνι, αντρικό παντελόνι, εσώρουχο, παντελόνι, παντελόνι πιζάμας, παντελόνι πιτζάμας, κοντό παντελόνι, σορτς, σορτσάκι, παντελόνι του σκι, εξυπνάκιας, ξερόλας, παντελόνι με τιράντες, φόρμα, ισοθερμικό παντελόνι, φόρμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trousers

παντελόνι

plural noun (clothing for the legs)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mary's pants had a hole in the knee.
Το παντελόνι της Μαίρης είχε μια τρύπα στο γόνατο.

εσώρουχο

plural noun (underwear)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jeff put on his pants and vest and a pair of jeans. Brian packed five pairs of underpants in his suitcase.
Ο Τζεφ φόρεσε το εσώρουχό του και τη φανέλα του και ένα τζιν. Ο Μπράιαν έβαλε πέντε εσώρουχα στη βαλίτσα του.

εσώρουχο

plural noun (women's or girls' underpants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Under her skirt, Judy wore lace pants. Patricia bought herself some new panties with a lace frill.
Κάτω από τη φούστα της, η Τζούντυ φορούσε δαντελένιο εσώρουχο. Η Πατρίσια αγόρασε μερικά καινούργια εσώρουχα με δαντελένιο τελείωμα για τον εαυτό της.

του παντελονιού

noun as adjective (mainly US (relating to trousers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This pant leg isn't wide enough.
Το πατζάκι αυτού του του παντελονιού δεν είναι αρκετά φαρδύ.

χάλια

adjective (UK, pejorative, slang (inferior)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
That film was pants.

άχρηστος, άσχετος

(UK, slang (person: incompetent, useless) (σε κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'm pants at football, and John's pants at chess.

παντελόνι

plural noun (mainly UK (pants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The girls' uniform consists of a black jumper and grey trousers or skirt.

του παντελονιού

noun as adjective (mainly UK (relating to trousers)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Martin rolled up his trouser legs to paddle.

παντελόνι

noun (fashion: pair of trousers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπατζάκι

noun (one trouser leg)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παίρνω, κρατάω

transitive verb (UK, figurative, informal (money, etc.: take, pocket)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian trousered the change instead of leaving it as a tip.

παντελόνι κάπρι

plural noun (mid-calf-length casual trousers)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We are not allowed to wear shorts at work, but capri pants are fine.

στρατιωτικό παντελόνι

plural noun (casual trousers) (μεταφορικά)

καλό παντελόνι

plural noun (US (men's formal trousers)

Even if you live in jeans, you should own at least one nice pair of dress pants.

έχω τριζόνες στον κώλο μου

verbal expression (slang, figurative (fidget) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She has ants in her pants, that girl. She never sits still!

παντελόνι χόκεϊ, παντελόνι χόκεϋ

plural noun (trousers worn by hockey player)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καυτό σορτσάκι

plural noun (women's short pants)

καύλα

plural noun (US, slang, derogatory (sexual appetite) (αργκό, χυδαίο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φόρμα

(clothing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κιλοτάκι, σλιπάκι

plural noun (UK (women's underpants)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sarah bought some new knickers at the store.

μακρύ παντελόνι

plural noun (US (trousers: reaching to feet)

Bill is wearing long pants.

αντρικό παντελόνι

plural noun (long pants for men)

εσώρουχο

noun (UK (underpants, knickers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παντελόνι

noun (US (outer garment: trousers)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My son has already outgrown the last pair of pants I bought him. She bought three pairs of pants at the mall in one day!
Ο γιος μου έχει ήδη μεγαλώσει για το τελευταίο παντελόνι που του αγόρασα. Αγόρασε τρία παντελόνια στο εμπορικό μέσα σε μια μέρα!

παντελόνι πιζάμας, παντελόνι πιτζάμας

plural noun (sleepwear: lower part)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοντό παντελόνι, σορτς, σορτσάκι

plural noun (US (shorts, thigh-length trousers)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The weather's much too cold for you to wear short pants.
Ο καιρός είναι πολύ κρύος για να φορέσεις κοντό παντελόνι.

παντελόνι του σκι

plural noun (US (trousers worn for skiing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When he finished, his ski pants were soaking wet.
Όταν τελείωσε, το παντελόνι του σκι ήταν μούσκεμα.

εξυπνάκιας, ξερόλας

noun (informal, figurative (arrogantly clever person) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παντελόνι με τιράντες

plural noun (US (trousers held up by braces)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φόρμα

plural noun (US (tracksuit trousers) (παντελόνι γυμνατικής)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ισοθερμικό παντελόνι

plural noun (long johns: undertrousers for cold weather)

φόρμα

plural noun (athlete's long tracksuit trousers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trousers στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του trousers

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.