Τι σημαίνει το trusted στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trusted στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trusted στο Αγγλικά.

Η λέξη trusted στο Αγγλικά σημαίνει που τον εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, βασίζομαι, εμπιστεύομαι, πιστεύω, εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη, πεποίθηση, ευθύνη, πίστωση, εποπτεία, καταπίστευμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πιστεύω, ευεπλιστώ, ελπίζω, αναξιόπιστος, αφερέγγυος, έμπιστος φίλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trusted

που τον εμπιστεύομαι

adjective (friend: trustworthy)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The traveller was shocked when his trusted companions turned out to be robbers, who had only befriended him in order to take his money.

εμπιστεύομαι

transitive verb (have confidence in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trust my brother.
Έχω εμπιστοσύνη στον αδερφό μου.

εμπιστεύομαι

transitive verb (believe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She trusts his words.
Δείχνει εμπιστοσύνη στα λόγια του.

βασίζομαι

verbal expression (rely on) (σε κπ για κτ ή να κάνει κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dan trusts his girlfriend to help him.
Ο Νταν βασίζεται στην κοπέλα του για βοήθεια.

εμπιστεύομαι

transitive verb (can rely on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trust my car: it never breaks down.
Έχω εμπιστοσύνη στο αυτοκίνητό του, δεν χαλάει ποτέ.

πιστεύω

(have faith in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Trust in the Lord!" proclaimed the preacher.
«Να πιστεύεται στο Θεό!» διαλαλούσε ο ιεροκήρυκας.

εμπιστεύομαι

(entrust) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trust my life to you.
Σου εμπιστεύομαι τη ζωή μου.

εμπιστεύομαι

intransitive verb (have confidence in others)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It took her a long time to learn to trust.
Τις πήρε καιρό να μάθει να εμπιστεύεται.

εμπιστοσύνη

noun (confidence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You have my trust - I feel I can tell you anything.
Έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη μου. Νιώθω ότι μπορώ να σου πω οτιδήποτε.

εμπιστοσύνη

noun (reliance on integrity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My trust in your honesty is absolute.

εμπιστοσύνη

noun (hope, faith)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Although the students are finding the beginning of the course difficult, their trust in their teacher is stopping them from giving up.

πεποίθηση

noun (confident expectation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trust that he will not let me down is important to me.

ευθύνη

noun (responsibility, obligation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He will not abuse the position of trust which he has been given.

πίστωση

noun (credit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We sell on trust to certain customers we know well.

εποπτεία

noun (custody)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Roxburgh castle remained in the trust of William Neville.

καταπίστευμα

noun (law: means of holding property)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The property was held in trust for the children until they turned 18.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (commerce: monopoly, oligopoly)

The regulators who attacked monopolies were called "trust busters."

πιστεύω

transitive verb (with clause: be confident) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trust that my problem with the tutor will resolve itself.

ευεπλιστώ, ελπίζω

transitive verb (with clause: hope) (να έγινε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trust you had a good time?

αναξιόπιστος, αφερέγγυος

adjective (dishonest, unreliable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Certain politicians are not to be trusted.

έμπιστος φίλος

noun ([sb] one can confide in)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
You feel hurt when a trusted friend lets you down. Sharon is my most trusted friend, I can tell her anything.
Πληγώνεσαι όταν ένας έμπιστος φίλος σε απογοητεύει. Η Σάρον είναι η πιο έμπιστη μου φίλη. Μπορώ να της πω τα πάντα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trusted στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του trusted

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.