Τι σημαίνει το truth στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης truth στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του truth στο Αγγλικά.

Η λέξη truth στο Αγγλικά σημαίνει αλήθεια, η αλήθεια, αλήθεια, προσαρμόζω την αλήθεια, αλήθεια, ευαγγέλιο, μισή αλήθεια, πικρή αλήθεια, ειλικρινά, για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής, ευαγγέλιο, η ώρα της αλήθειας, η ώρα της αλήθειας, της μετα-αλήθειας, αποκάλυψη, αυταπόδεικτο γεγονός, λέω την αλήθεια, η απόλυτη αλήθεια, αλήθεια, η αλήθεια θα σας ελευθερώσει, αλήθεια ή θάρρος, θάρρος ή αλήθεια, ορός της αλήθειας, καθολική αλήθεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης truth

αλήθεια

noun (facts)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Those articles are all lies. Read this one; it tells the truth.
Εκείνα τα άρθρα λένε ψέματα. Διάβασε αυτό εδώ. Λέει την αλήθεια.

η αλήθεια

noun (truthfulness)

She is a believer in telling the truth, and never lies.
Πιστεύει στο να λέμε πάντα την αλήθεια και δεν ψεύδεται ποτέ.

αλήθεια

noun (scientific conclusion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Any so-called scientific truth is open to question.

προσαρμόζω την αλήθεια

verbal expression (figurative, euphemism (change, omit facts) (μτφ, ευφημισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lawyers have been known to bend the truth in order to win cases.

αλήθεια

noun (figurative (truth)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gospel truth is that John didn't go to work, he went to play golf.

ευαγγέλιο

noun (figurative (unquestionable truth) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Don't take everything you read in the newspaper as the gospel truth.

μισή αλήθεια

noun (partial lie)

πικρή αλήθεια

noun (informal, often plural ([sth] hard to acknowledge)

ειλικρινά

adverb (honestly)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής

adverb (honestly, to tell the truth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
In truth, I don't really like him – he's too arrogant.

ευαγγέλιο

expression (figurative, informal (it's the absolute truth) (μεταφορικά: αδιαμφισβήτητος)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
He can make nonsense sound as if it's the gospel truth.

η ώρα της αλήθειας

noun (revelation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had a moment of truth when I realised he had been deceiving me.

η ώρα της αλήθειας

noun (when [sth] is shown to be success or failure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Now is the moment of truth when we will find out whether this aeroplane will fly or not.

της μετα-αλήθειας

adjective (not valuing objective facts)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκάλυψη

noun (revelation, epiphany) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
To accept a revealed truth as real, you must believe in the entity that revealed it.

αυταπόδεικτο γεγονός

noun ([sth] obvious)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω την αλήθεια

verbal expression (be honest)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If a woman asks if you can guess her age, never tell her the truth!

η απόλυτη αλήθεια

noun ([sth] ultimately and universally true)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We'll probably never know the absolute truth about the life of Jesus Christ.

αλήθεια

noun (facts, reality)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

η αλήθεια θα σας ελευθερώσει

expression (Biblical (knowledge is power)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"The truth shall set you free"; have you ever thought about what that statement means?

αλήθεια ή θάρρος, θάρρος ή αλήθεια

noun (question-and-answer game)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ορός της αλήθειας

noun (sodium pentothal) (κυριολεκτικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The CIA agent administered the truth serum to the suspected terrorist.

καθολική αλήθεια

noun ([sth] absolutely and ultimately true)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It is a universal truth that the greatest pleasures in life are often the simplest ones.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του truth στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του truth

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.