Τι σημαίνει το trust στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trust στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trust στο Αγγλικά.

Η λέξη trust στο Αγγλικά σημαίνει εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, βασίζομαι, εμπιστεύομαι, πιστεύω, εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνη, πεποίθηση, ευθύνη, πίστωση, εποπτεία, καταπίστευμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πιστεύω, ευεπλιστώ, ελπίζω, αντιτράστ, επένδυση στα τυφλά, σύμβουλος, φιλανθρωπικό ίδρυμα, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης, εμπιστεύομαι, εμπιστεύομαι τυφλά, λογαριασμός διαχείρισης, καταπιστευματικός λογαριασμός, εταιρεία διαχείρισης, εταιρεία επενδύσεων, αποταμιευτικός λογαριασμός, έχω πίστη στο Θεό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trust

εμπιστεύομαι

transitive verb (have confidence in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trust my brother.
Έχω εμπιστοσύνη στον αδερφό μου.

εμπιστεύομαι

transitive verb (believe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She trusts his words.
Δείχνει εμπιστοσύνη στα λόγια του.

βασίζομαι

verbal expression (rely on) (σε κπ για κτ ή να κάνει κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dan trusts his girlfriend to help him.
Ο Νταν βασίζεται στην κοπέλα του για βοήθεια.

εμπιστεύομαι

transitive verb (can rely on)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trust my car: it never breaks down.
Έχω εμπιστοσύνη στο αυτοκίνητό του, δεν χαλάει ποτέ.

πιστεύω

(have faith in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Trust in the Lord!" proclaimed the preacher.
«Να πιστεύεται στο Θεό!» διαλαλούσε ο ιεροκήρυκας.

εμπιστεύομαι

(entrust) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trust my life to you.
Σου εμπιστεύομαι τη ζωή μου.

εμπιστεύομαι

intransitive verb (have confidence in others)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
It took her a long time to learn to trust.
Τις πήρε καιρό να μάθει να εμπιστεύεται.

εμπιστοσύνη

noun (confidence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
You have my trust - I feel I can tell you anything.
Έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη μου. Νιώθω ότι μπορώ να σου πω οτιδήποτε.

εμπιστοσύνη

noun (reliance on integrity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My trust in your honesty is absolute.

εμπιστοσύνη

noun (hope, faith)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Although the students are finding the beginning of the course difficult, their trust in their teacher is stopping them from giving up.

πεποίθηση

noun (confident expectation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Trust that he will not let me down is important to me.

ευθύνη

noun (responsibility, obligation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He will not abuse the position of trust which he has been given.

πίστωση

noun (credit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We sell on trust to certain customers we know well.

εποπτεία

noun (custody)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Roxburgh castle remained in the trust of William Neville.

καταπίστευμα

noun (law: means of holding property)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The property was held in trust for the children until they turned 18.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

noun (commerce: monopoly, oligopoly)

The regulators who attacked monopolies were called "trust busters."

πιστεύω

transitive verb (with clause: be confident) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trust that my problem with the tutor will resolve itself.

ευεπλιστώ, ελπίζω

transitive verb (with clause: hope) (να έγινε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I trust you had a good time?

αντιτράστ

adjective (mainly US (business: preserving competition) (οικονομία, επιχειρήσεις)

επένδυση στα τυφλά

(finance)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σύμβουλος

noun (government advisors)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

φιλανθρωπικό ίδρυμα

(public trust)

συνταξιοδοτικό πρόγραμμα

noun (financial plan for retirement)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Aρχή Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης

noun (UK (healthcare authority)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εμπιστεύομαι

verbal expression (have faith in)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You can put your trust in me.

εμπιστεύομαι τυφλά

verbal expression (believe [sth] without needing to check it)

Peter took it on trust that Rick was telling the truth.
Ο Πίτερ βασίστηκε στο ότι ο Ρικ του έλεγε την αλήθεια.

λογαριασμός διαχείρισης

noun (business: account of property)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καταπιστευματικός λογαριασμός

noun (savings account)

εταιρεία διαχείρισης, εταιρεία επενδύσεων

noun (savings bank)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αποταμιευτικός λογαριασμός

noun (savings account for future)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He had a nice trust fund so didn't have to work.

έχω πίστη στο Θεό

verbal expression (rely on supreme being)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trust στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του trust

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.