Τι σημαίνει το último στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης último στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του último στο ισπανικά.

Η λέξη último στο ισπανικά σημαίνει τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταία φορά, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, τελευταίος, ο πιο κάτω, τελευταίος, ωμέγα, αποχαιρετιστήριος, πάτος, τελευταίος, πρόσφατος, πίσω, έσχατος, ύστατος, τρέλα, μανία, μόδα, τελευταίος, ζεστός-ζεστός, πάνω, τελευταία νέα, το τέλος, η τελευταία στιγμή, τέλος, δεύτερη ματιά, διαμέρισμα σε σοφίτα, τελικά, πάτος, ολοκαίνουριος, κατακαίνουριος, πιο πρόσφατος, παρών, τρέχων, τωρινός, επίκαιρος, την τελευταία στιγμή, πρώτα και κύρια, πρωταρχικά, από την αρχή ως το τέλος, τέλος, μέχρι την τελευταία στιγμή, δημοφιλής, την τελευταία στιγμή, με αυτό, τα τελευταία νέα, νέα, τριτοετής, τριτοετής, τελευταία προσπάθεια, απεγνωσμένη προσπάθεια, τελευταία στιγμή, τελευταία ελπίδα, τελευταία λέξη, τελευταίο συρτάρι, κάτω συρτάρι, χαμηλής ποιότητας, βήτα διαλογής, τελευταία πνοή, τελική προειδοποίηση, πολύ της μόδας, ύστατη πνοή, τελικός γύρος, τελικό στάδιο, τελική φάση, τελευταία λέξη της μοδας, ιεραρχία, τελευταίος όροφος, απώτερος σκοπός, έκτακτο δελτίο, ξεκάρφωτος, άσχετος, πάτος, τελευταίο έτος, τελευταίο έτος, απόλυτος βαθμός, ψηλότερος όροφος, τελευταίος όροφος, τάξη αποφοιτούντων, μαθητής ηλικίας 16-18 ετών, απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός, αυθόρμητος, ό,τι στοίχημα θες, αφήνω την τελευταία μου πνοή, εγκαταλείπω τα εγκόσμια, νικάω κπ την τελευταία στιγμή, κερδίζω κπ την τελευταία στιγμή, παραδίδω πνεύμα, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, τελευταίος, συνεχίζοντας, η τελευταία λέξη του, καβάτζα, καβάντζα, η τελευταία λέξη, παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας, χρονοτριβώ, χασομερώ, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, στο τέλος, εναλλακτικός, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, το απόλυτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης último

τελευταίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Verdaderamente necesitas ganar esta última carrera.
Πρέπει πραγματικά να κερδίσεις την τελευταία κούρσα.

τελευταίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Cuál es el último libro que has leído?
Ποιο είναι το τελευταίο βιβλίο που διάβασες;

τελευταίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fue al almacén en el último minuto, justo antes de que cerraran.
Πήγε στο μαγαζί την τελευταία στιγμή, λίγο πριν κλείσει.

τελευταίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él sería mi última opción para pedir ayuda. No se puede confiar en él.
Θα ήταν η τελευταία μου επιλογή για να με βοηθήσει. Είναι εντελώς αναξιόπιστος.

τελευταία φορά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
¿Quién habló último, tú o él?
Ποιος μίλησε τελευταίος; Εσύ ή εκείνος;

τελευταίος

adjetivo (λιγότερο πιθανός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿El gimnasio? Ese es el último lugar en el que podrás encontrarlo.
Στο γυμναστήριο; Αυτό είναι το τελευταίο μέρος που θα τον βρεις.

τελευταίος

adjetivo (autoridad)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El presidente tiene siempre la última palabra.
Τον τελικό λόγο τον έχει πάντα ο πρόεδρος.

τελευταίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nadie comió la última ración de lasaña.
Κανένας δεν έφαγε το τελευταίο κομμάτι λαζάνια.

τελευταίος

adjetivo (menos deseable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El picnic es lo último en mi lista. Cualquier otra cosa es más importante para mí.
Το πικ νικ είναι το τελευταίο στις προτεραιότητές μου. Όλα τα άλλα είναι πιο σημαντικά.

τελευταίος

adjetivo (κάθε άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No comenzaremos a comer hasta que llegue el último comensal.
Δεν θα ξεκινήσουμε να τρώμε μέχρι να έρθει και ο τελευταίος καλεσμένος.

τελευταίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No nos hemos visto mucho los últimos años.
Δεν έχουμε ειδωθεί πολύ τα τελευταία χρόνια.

τελευταίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Karen siempre estaba al día de la última moda.
Η Κάρεν πάντα γνώριζε τις τελευταίες τάσεις της μόδας.

ο πιο κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τελευταίος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El misterio no se resolvió hasta la última parte del libro. // En sus últimos años, mi abuela empezó a perder audición.
Το μυστήριο δεν λύθηκε πριν το τελευταίο μέρος του βιβλίου. // Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η γιαγιά μου άρχισε να χάνει την ακοή της.

ωμέγα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα σου πω όλη την ιστορία, από το άλφα ως το ωμέγα.

αποχαιρετιστήριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El famoso cantante dio su último concierto.
Ο διάσημος τραγουδιστής έδωσε το αποχαιρετιστήριο κοντσέρτο του.

πάτος

(μτφ, πιθανώς προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
James nunca estudió así que no sorprende que sea el último de su clase.
Ο Τζέιμς δεν διάβαζε ποτέ, γι' αυτό δεν με εκπλήσσει το ότι βρίσκεται στον πάτο της τάξης.

τελευταίος, πρόσφατος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las últimas noticias dicen que han vuelto a romper.
Τα πιο φρέσκα νέα είναι πως χώρισαν πάλι.

πίσω

έσχατος, ύστατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρέλα, μανία, μόδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El nuevo baile es la moda en la escuela.
Η νέα χορευτική τρέλα έχει καταλάβει το σχολείο.

τελευταίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ha llovido mucho durante los pasados días.
Τις τελευταίες μέρες έβρεξε πολύ.

ζεστός-ζεστός

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
La noticia de última hora es que Alice va a cancelar la boda.

πάνω

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Se detuvo en el peldaño de arriba de la escalera.
Στάθηκε στο ψηλότερο σκαλί της σκάλας.

τελευταία νέα

nombre masculino (τελευταία αναφορά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eso fue lo último que supimos de ella.
Αυτά ήταν τα τελευταία νέα που μάθαμε γι' αυτήν.

το τέλος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Él se mantuvo leal hasta el final.

η τελευταία στιγμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La película, un misterio de homicidio, nos mantiene adivinando hasta el final (or: el fin).

τέλος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Finalmente, asegúrense de no haber olvidado sus cosas.
Τέλος, πρόσεξε να μην ξεχάσεις τα πράγματά σου.

δεύτερη ματιά

Hagamos una revisión de la propuesta que tratamos ayer.

διαμέρισμα σε σοφίτα

(ES)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El problema de vivir en un ático es que hace mucho frío en invierno y mucho calor en verano.

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Finalmente, esperamos expandirnos al mercado asiático.
Τέλος, ελπίζουμε να ανοίξουμε υποκαταστήματα στην Ασιατική αγορά.

πάτος

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ολοκαίνουριος, κατακαίνουριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tengo un nuevo ordenador último modelo con Windows 8.
Έχω έναν ολοκαίνουριο υπολογιστή με Windows 8.

πιο πρόσφατος

(superlativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las botas tipo sandalia son lo más reciente en moda.

παρών, τρέχων, τωρινός, επίκαιρος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

την τελευταία στιγμή

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A último momento encontraron el anillo perdido.

πρώτα και κύρια, πρωταρχικά

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La educación de su hijo es lo primero y lo último en sus prioridades.

από την αρχή ως το τέλος

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La cena fue una delicia del primero al último bocado.

τέλος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Por último, si bien no menos importante, no te olvides de llamarme cuando llegues.

μέχρι την τελευταία στιγμή

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Estuvimos esperándolo hasta el último minuto; pero el micro ya partía y tuvimos que irnos.

δημοφιλής

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los lunares son lo último esta temporada.

την τελευταία στιγμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Conseguí boletos para el concierto a último momento. Nuestra niñera canceló a último momento así que nos quedamos en casa.

με αυτό

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα τελευταία νέα

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben siempre se levantaba pronto para poder ponerse al día con lo último antes del trabajo.

νέα

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Si quieres toda la verdad, pregúntale a Julie. Ella estaba en la reunión.

τριτοετής

(φοιτητής 3ου έτους)

τριτοετής

(φοιτήτρια 3ου έτους)

τελευταία προσπάθεια, απεγνωσμένη προσπάθεια

τελευταία στιγμή

nombre masculino

Kathy siempre espera a último minuto para entregar su tarea.

τελευταία ελπίδα

nombre masculino

Como último recurso para ganar su corazón le compró 12 docenas de rosas. Tú eres mi último recurso, si no me prestas el dinero perderé la casa.

τελευταία λέξη

(μεταφορικά: π.χ. της μόδας)

En la feria de ciencias podía encontrarse lo último en tecnología.

τελευταίο συρτάρι, κάτω συρτάρι

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαμηλής ποιότητας, βήτα διαλογής

locución adjetiva (AR)

Ο τελευταίος της φίλος ήταν στ' αλήθεια βήτα διαλογής.

τελευταία πνοή

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con su último aliento le deseó una vida feliz.

τελική προειδοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Este es el último aviso antes de que le cortemos la electricidad; por favor pague su factura inmediatamente.

πολύ της μόδας

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En una época los cortes de pelo estilo mullet eran el último grito de la moda.

ύστατη πνοή

locución nominal masculina (κυριολεκτικά)

Dio un último aliento y sus ojos se apagaron. La abuela había partido para siempre.

τελικός γύρος

(boxeo) (σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Él quería seguir hasta el último round pero el entrenador vio que no estaba en condiciones de continuar y tiró la toalla.

τελικό στάδιο, τελική φάση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sólo me queda completar un último trámite para adquirir la ciudadanía.

τελευταία λέξη της μοδας

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El esmalte de uñas negro es el último grito.

ιεραρχία

expresión (coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi primer tarea en la oficina fue hacer el té; era el último orejón del tarro.

τελευταίος όροφος

(κτιρίου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Desde el último piso del edificio puedes ver toda la ciudad.

απώτερος σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έκτακτο δελτίο

Interrumpieron el programa de naturaleza para una noticia de última hora.
Διέκοψαν το ντοκυμαντέρ για τη φύση για να μεταδώσουν ένα έκτακτο δελτίο.

ξεκάρφωτος, άσχετος

(AR, coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Examiná la gente de la foto durante 15 segundos y decime cuál es el sapo de otro pozo.

πάτος

expresión (figurado, coloquial) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τελευταίο έτος

(σπουδές)

Mary está cursando el último año de la secundaria y empezará la universidad en el otoño.

τελευταίο έτος

(πανεπιστήμιο)

απόλυτος βαθμός

locución adverbial

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
En último caso podemos recurrir a tu padre.

ψηλότερος όροφος

nombre masculino

Este ascensor no llega hasta el último piso (o: el piso más alto).

τελευταίος όροφος

τάξη αποφοιτούντων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μαθητής ηλικίας 16-18 ετών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός

αυθόρμητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ό,τι στοίχημα θες

locución verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puedes apostar hasta el último centavo que volveré a casa a tiempo para la cena.

αφήνω την τελευταία μου πνοή

(eufemismo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Después de recibir la extremaunción dio el último suspiro.

εγκαταλείπω τα εγκόσμια

(eufemismo) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quiero partir de este mundo en el momento y de la manera que yo elija.
Θα ήθελα να εγκαταλείψω τα εγκόσμια στο χρόνο και με τον τρόπο που θα επέλεγα εγώ.

νικάω κπ την τελευταία στιγμή, κερδίζω κπ την τελευταία στιγμή

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραδίδω πνεύμα

(figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

locución verbal (σε αγώνα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Llegué último en la carrera.

τελευταίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνεχίζοντας

locución adverbial

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

η τελευταία λέξη του

nombre masculino (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
En París siempre puedes encontrar lo último en la alta costura.

καβάτζα, καβάντζα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se supone que Dave tocará la batería en la banda, pero en caso de que decida no hacerlo, Liam es nuestro último recurso.

η τελευταία λέξη

locución nominal masculina (μτφ, καθομ: με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La cosmología es lo último en ciencia moderna.
Η κοσμολογία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της σύγχρονη επιστήμης.

παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρονοτριβώ, χασομερώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En vez de hacer su tarea, Dan la dejó para último momento.
Αντί να κάνει τα μαθήματά του ο Νταν χασομερούσε και περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή.

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
En el alfabeto del inglés, la Z es la última letra.

στο τέλος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
En el lecho de muerto, ella solamente suspiró y dejó caer mi mano.
Στο τέλος απλώς αναστέναξε και άφησε το χέρι μου.

εναλλακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¿Cuál es nuestra opción de último recurso en caso de que la banda decida cancelar la actuación?

έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος

locución verbal (σε προτεραιότητα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mucha gente permite que el ejercicio físico esté en último lugar en su lista de prioridades.

το απόλυτο

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ella piensa que las sábanas de seda son lo último en lujo.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του último στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του último

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.