Τι σημαίνει το final στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης final στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του final στο ισπανικά.

Η λέξη final στο ισπανικά σημαίνει τελικός, τελευταίος, τέλος, κατάληξη, τελικός, τελική εξέταση, οριστικός, τελεσίδικος, η αρχή του δρόμου, φινάλε, φινάλε, τελευταίο μέρος, τελικός, τελειωτικός, τελικός, καταληκτικός, τέλος, κάτω μέρος, τελικό στάδιο, τα όριά του, άκρο, τελείωμα, ολοκλήρωση, τέλος, των καθαρών κερδών, τελικός, τέλος, βάθος, τέλος, τέλος, ακραίος, τελικός, τελικός, δεύτερο μέρος περιόδου, λήξη, κάποια στιγμή, ο πιο κάτω, διακοπή, η τελευταία φράση, η τελευταία ατάκα, ωμέγα, άκρη, τέλος, συμπερασματικός, κατακλείδα, αρχή και τέλος, πηδιέμαι, τελικά, άσχημη εξέλιξη, άσχημη τροπή, που έχει αβέβαιο αποτέλεσμα, που δεν καταλήγει κάπου, στο τέλος, τελικά, με το πλήρωμα του χρόνου, στο μέγιστο βαθμό, πριν το τέλος, από την αρχή μέχρι το τέλος, προς το τέλος, σε τελική ανάλυση, αργά το απόγευμα, στο τέλος της ημέρας, τα χρόνια της ωριμότητας, ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία, προημιτελικός, αγωνιώδες φινάλε, τελευταίος γύρος, τελικό αποτέλεσμα, αχτίδα ελπίδας, ακτίνα ελπίδας, τελική ευθεία, πραγματικό κόστος, συνολικό κόστος, βράδυ, δειλινό, τελική χρήση, τελική έκδοση, τελική προειδοποίηση, τελική προσφορά, τελευταίο σφύρηγμα, αποκορύφωση, προορισμός, Ημέρα της Κρίσης, τελικός γύρος, τελικό στάδιο, τελική φάση, τελική τιμή, τόπος αναπαύσεως, απώτερος σκοπός, απολυτήριες εξετάσεις, ευτυχής κατάληξη, τελική δόση, υπόλοιπο κλεισίματος, καταληκτική ημερομηνία, τελευταία φάση, τελική φάση, τελικός χρήστης, αυλαία, τελικό σκέλος, προημιτελικός, πτυχιακή εργασία, πτυχιακή διατριβή, απολυτήριες εξετάσεις, υπόκλιση, ύστατο τέλος, φως στο τούνελ, φως στην άκρη του τούνελ, τιμή εκφορτωθέντος εμπορεύματος, βλέπω φως στο τούνελ, έχω άδοξο τέλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης final

τελικός, τελευταίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El juego terminó al sonar el pitido final.
Το παιχνίδι έληξε με το τελικό (or: τελευταίο) σφύριγμα.

τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A los seguidores no les gustó el final del programa de televisión.
Το τέλος της σειράς δεν άρεσε στους τηλεθεατές.

κατάληξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En inglés, los plurales suelen tener una "s" como final.
Στα Αγγλικά, οι λέξεις στον πληθυντικό συνήθως έχουν την κατάληξη «s».

τελικός

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los ganadores de cada eliminatoria calificarán para la final.
Οι νικητές κάθε προκριματικής σειράς των αγώνων θα περάσουν στον τελικό.

τελική εξέταση

(examen) (πριν την αποφοίτηση)

Rendí el final de química la semana pasada.
Έγραψα το τελικό διαγώνισμα χημείας την περασμένη εβδομάδα.

οριστικός, τελεσίδικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La decisión es definitiva.
Αυτή η απόφαση είναι τελεσίδικη.

η αρχή του δρόμου

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Viven al final de la calle.

φινάλε

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Todos los artistas se reunieron en el escenario para el final.

φινάλε

(σκάκι)

Debido a que su torre se encontraba atrapada, Brian llegó al final de su partida de ajedrez.

τελευταίο μέρος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El vagón que va al final del tren se llama furgón de cola.

τελικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nuestro objetivo final siempre será erradicar el hambre.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα λάθη της Ούρσουλα κατέληξαν τελικά στην απόλυσή της.

τελειωτικός, τελικός, καταληκτικός

adjetivo invariable (toque, retoque)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Está terminando de poner el toque final a la tarta de cumpleaños.

τέλος

nombre masculino (το πιο μακρινό μέρος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Viven al final de la calle.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μένουν στην άλλη άκρη του δρόμου.

κάτω μέρος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El baño está al final de la escalera. ¿Cómo configuro los números de página para que aparezcan al final de la página?
Το μπάνιο είναι στο κάτω μέρος της σκάλας. Πώς θα κάνω τους αριθμούς των σελίδων να εμφανίζονται στο κάτω μέρος της σελίδας;

τελικό στάδιο

(διαδικασία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El final del proceso va a consistir en la comparación de las ventas de este año contra los números del año pasado.

τα όριά του

nombre masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La paciencia de Jim por fin llegó a su final.
Η υπομονή του Τζιμ έφτασε στα όριά της.

άκρο, τελείωμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El desvío planeado altera el final de la calle peatonal.

ολοκλήρωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τέλος

(όριο: χρόνος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vamos a mudarnos a finales de mes.
Μετακομίζουμε στο τέλος του μήνα.

των καθαρών κερδών

adjetivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Θα φαλιρίσουμε αν έχουμε άλλη μια χρονιά με τέτοια αποτελέσματα στα καθαρά κέρδη.

τελικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τέλος, βάθος

nombre masculino (distancia) (μακριά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El teatro está al final de la calle.
Το θέατρο είναι στο τέλος (or: βάθος) του δρόμου.

τέλος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Estoy llegando al final. Sólo me queda escribir una conclusión.
Πλησιάζω στο τέλος. Πρέπει μόνο να γράψω ένα συμπέρασμα.

τέλος

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esa tarea está al final de mi lista.
Αυτή η δουλειά είναι στο τέλος της λίστας μου.

ακραίος, τελικός

(συνήθως στο χώρο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este es el punto final de la línea.

τελικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Para cuando la película llegó a los créditos finales, la mayoría del público estaba llorando.

δεύτερο μέρος περιόδου

nombre masculino (μπέιζμπολ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ruth hizo un jonrón al final de la novena entrada.

λήξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El final del periodo de votación se producirá a las 7:00.

κάποια στιγμή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El prisionero esperaba con ganas su futura puesta en libertad.
Ο κρατούμενος προσδοκούσε να αφεθεί ελεύθερος κάποια στιγμή.

ο πιο κάτω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διακοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los dos empresarios llegaron a un acuerdo con respecto a la rescisión del contrato.

η τελευταία φράση, η τελευταία ατάκα

(ανέκδοτο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Era malísimo contando chistes porque siempre se olvidaba el remate.
Ήταν χάλια στο να λέει ανέκδοτα, γιατί πάντα ξεχνούσε την τελευταία ατάκα.

ωμέγα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Θα σου πω όλη την ιστορία, από το άλφα ως το ωμέγα.

άκρη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ella está en la punta del muelle.
Είναι στην άκρη της προκυμαίας.

τέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La conferencia llegó a su conclusión.
Το συνέδριο έφτασε στο τέλος του.

συμπερασματικός

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατακλείδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχή και τέλος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eso es todo, no voy a seguir discutiendo.

πηδιέμαι

(coloquial) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Él quería hacerlo pero ella le dijo que no.

τελικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Finalmente se darán cuenta de que tienes razón.

άσχημη εξέλιξη, άσχημη τροπή

(figurado, coloquial)

Las últimas palabras que le dijo Juan fueron el coletazo de lo que debería haber sido una buena noche.

που έχει αβέβαιο αποτέλεσμα, που δεν καταλήγει κάπου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No era nuestra intención que esta reunión fuese no concluyente.

στο τέλος

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Todavía no vi la película, no me digas qué pasa al final.

τελικά, με το πλήρωμα του χρόνου

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sí, es un hombre extraño, pero creo que al final aprenderás a quererlo.

στο μέγιστο βαθμό

locución preposicional

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Te apoyaré hasta el final.

πριν το τέλος

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cerca del final del primer capítulo, ya había descubierto la solución al misterio.
Πριν το τέλος του πρώτου κεφαλαίου, μπορούσα να μαντέψω τη λύση του μυστηρίου. Είμαι συνήθως εξαντλημένος πριν το τέλος της μέρας.

από την αρχή μέχρι το τέλος

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ganó la carrera, habiendo estado en la punta de principio a fin.

προς το τέλος

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε τελική ανάλυση

locución adverbial

αργά το απόγευμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Llegamos por la tarde, pero el personal del hotel fue muy amable.

στο τέλος της ημέρας

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Al terminar el día volvió a casa.
Στο τέλος της ημέρας πήγε σπίτι.

τα χρόνια της ωριμότητας

(ευφημισμός)

ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία

(τέλος του κόσμου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Algunos grupos religiosos creen que el Día del Juicio llegará pronto.

προημιτελικός

locución nominal masculina plural

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La gente del pueblo estaba emocionada de haber llegado a los cuartos de final den la competencia de canto.

αγωνιώδες φινάλε

(AmL)

El programa terminó con un final de suspenso, así que los espectadores no conocerán el final hasta la semana próxima.

τελευταίος γύρος

locución nominal femenina (για αγώνες δρόμου)

τελικό αποτέλεσμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El resultado final del proceso es un nuevo plástico reciclable.

αχτίδα ελπίδας, ακτίνα ελπίδας

(μεταφορικά, λόγιος)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Los datos recientes ofrecieron una luz de esperanza y dicen que la economía europea está mejorando.

τελική ευθεία

locución nominal femenina

A medida que llegaban a la recta final, los dos corredores empezaban una emocionante carrera hacia la línea de meta.

πραγματικό κόστος, συνολικό κόστος

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Τα τέλη συντήρησης πρέπει να ληφθούν υπ' όψη για να καθοριστεί το πραγματικό κόστος.

βράδυ, δειλινό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τελική χρήση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se realizó un festival con el fin último de recaudar fondos para los damnificados en la catástrofe.

τελική έκδοση

Aquí está el borrador final de su discurso, Sr. Presidente. Espero que cubra todos los puntos que hemos discutido.

τελική προειδοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esta es la notificación final antes de que le cortemos la electricidad; por favor pague su factura inmediatamente.

τελική προσφορά

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τελευταίο σφύρηγμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Con el silbatazo final ambos equipos abandonaron el campo de juego exhaustos y embarrados.

αποκορύφωση

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Todos los actores reaparecieron en el escenario para el gran final.

προορισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Luego de meses en la ruta estaban tristes de llegar al destino final.

Ημέρα της Κρίσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El Día del Juicio Final Dios separará a los pecadores de los justos.

τελικός γύρος

(σπορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No tomó la delantera sino hasta el segmento final de la competencia.

τελικό στάδιο, τελική φάση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Participan veinte concursantes pero a la etapa final sólo llegan cuatro.

τελική τιμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La oferta incluye media pensión y transporte hotel aeropuerto, todo incluido en el costo final.

τόπος αναπαύσεως

locución nominal masculina (eufemismo) (κοιμητήριο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ayer llevamos a la abuela a su lugar de descanso final.
Εχθές συνοδεύσαμε τη γιαγιά στον τελικό τόπο ανάπαυσής της.

απώτερος σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El objetivo final de esta presentación es mostrarles cómo nos afecta a todos el calentamiento global.

απολυτήριες εξετάσεις

(Reino Unido)

ευτυχής κατάληξη

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A mi madre únicamente le gustan las películas con final feliz.
Στη μαμά μου αρέσουν οι ταινίες με ευτυχή κατάληξη. Δεν υπάρχει ευτυχής κατάληξη όταν μιλάμε για πόλεμο.

τελική δόση

nombre femenino (préstamo) (διακανονισμός)

υπόλοιπο κλεισίματος

nombre masculino (τραπεζικού λογαριασμού)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El saldo final de su estado de cuenta es de $1,879.

καταληκτική ημερομηνία

La fecha de cierre del concurso es el 3 de julio.

τελευταία φάση, τελική φάση

τελικός χρήστης

El punto de vista del consumidor final no es generalmente tenido en cuenta por los diseñadores de los productos.
Πολλές φορές οι σχεδιαστές προϊόντων δεν λαμβάνουν υπόψη την οπτική του τελικού χρήστη.

αυλαία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando se bajó el telón final todo el público presente se paró y ovacionó a los actores.

τελικό σκέλος

(αγώνες, κτλ)

προημιτελικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Este año la selección argentina fue eliminada del mundial de fútbol en los cuartos de final.

πτυχιακή εργασία, πτυχιακή διατριβή

Tras presentar el trabajo final, solo queda recoger el título y ponerse a trabajar...

απολυτήριες εξετάσεις

(από το λύκειο)

υπόκλιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ύστατο τέλος

(figurado)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φως στο τούνελ, φως στην άκρη του τούνελ

locución nominal femenina (figurado) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

τιμή εκφορτωθέντος εμπορεύματος

locución nominal masculina

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βλέπω φως στο τούνελ

expresión (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Después de trabajar 15 horas por día durante tres semanas, finalmente vio la luz al final del túnel.

έχω άδοξο τέλος

(AR, figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του final στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του final

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.